- Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι)
- Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Η περίοδος 1830-1992
Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα και τις Κυκλάδες. Ο πληθυσμός από 938.765 κατοίκους το 1821 ελαττώθηκε σε 753.380 κατοίκους το 1828. Οι κάτοικοι στην πλειοψηφία τους (περίπου 70%) ήταν αγρότες και κτηνοτρόφοι, όμως κατά τη διάρκεια της Επανάστασης το μεγαλύτερο μέρος των καλλιεργειών είχε καταστραφεί και η οικονομική δραστηριότητα είχε μειωθεί στο ελάχιστο. Τη γη που κατείχαν οι Τούρκοι πριν από την Επανάσταση την είχαν καταλάβει οι Έλληνες προεστοί και πάνω από το 80% των αγροτών ήταν ακτήμονες. Το κυρίαρχο θέμα της περιόδου ήταν η διανομή των εθνικών κτημάτων (γαιών), καθώς οι αγωνιστές της Επανάστασης δεν είχαν αποκατασταθεί και ζούσαν σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας. Ο Καποδίστριας έλαβε μέτρα υπέρ της γεωργίας, αλλά δεν έλυσε το πρόβλημα των εθνικών γαιών (οι εθνικές γαίες υπολογίστηκαν περίπου δέκα εκατομμύρια στρέμματα, από τα οποία τα μισά σχεδόν ήταν καλλιεργήσιμα). Αρχικά, δεν υπήρχαν ελληνικά νομίσματα, και οι συναλλαγές γίνονταν σε διάφορα ξένα. Το 1828 ιδρύθηκε η κρατική Χρηματιστική Τράπεζα και το 1829 κυκλοφόρησε ο φοίνικας, το αργυρό ελληνικό νόμισμα. Η δολοφονία του Καποδίστρια (1831) αποδιοργάνωσε τη χώρα κι ανέκοψε τα πρώτα μικρά βήματα της ελληνικής οικονομίας. Η άφιξη του Όθωνα (1833) επέφερε κάποια σχετική ηρεμία, αλλά η ανάπτυξη της γεωργίας εμποδιζόταν εξακολουθητικά από την ύπαρξη του φόρου της δεκάτης και από το ζήτημα των εθνικών γαιών (οι καλλιεργητές πλήρωναν 15% δικαίωμα επικαρπίας).
Η χώρα παρέμεινε αγροτική καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα με βασικά προϊόντα τα δημητριακά και τη σταφίδα. Η παραγωγή δημητριακών αυξήθηκε σημαντικά μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα το 1881. Έτσι, από 3.270.000 στρέμματα που ήταν οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις πριν από το 1881, έφτασαν σε 5.677.000 στρέμματα το 1909. Η σταφίδα, από 53.000 στρέμματα που κάλυπτε το 1861, έφτασε τα 468.000 το 1877 και τα 700.000 το 1900, για να πέσει στα 577.000 το 1909. Τα αμπέλια κάλυπταν 9.000 στρέμματα το 1835, 492.000 το 1861, 822.000 το 1881, 1.266.000 το 1887, 1.350.000 το 1900, για να μειωθούν το 1909 στα 1.040.000. Η ελιά κάλυπτε 250.000 στρέμματα το 1835, έφτασε τα 1.829.000 το 1881, τα 1.742.000 το 1887, και τα 2.600.000 το 1900 και το 1909. Οι καλλιέργειες καπνού (26.000 στρέμματα) και βαμβακιού (21.000 στρέμματα) το 1830 καταλάμβαναν μικρή έκταση και άρχισαν να αναπτύσσονται το διάστημα 1870-80.
Χαρακτηριστικά της αγροτικής παραγωγής ήταν ο μεγάλος αριθμός ακτημόνων, το μικρό μέγεθος των εκμεταλλεύσεων, ο κατακερματισμός των ιδιοκτησιών, η χαμηλή παραγωγικότητα και ο χαμηλής ποιότητας εξοπλισμός. Το αγροτικό εισόδημα ήταν πολύ χαμηλό και δεν εδημιουργείτο πλεόνασμα ικανό να αποτελέσει μια επαρκή βάση για βιομηχανική ανάπτυξη. Όλη αυτή η πρόοδος στην αγροτική παραγωγή δεν συνοδευόταν κι από ποιοτικές μεταβολές στον τεχνικό εξοπλισμό και στις μεθόδους καλλιέργειας.
Μια από τις ιδιομορφίες του νεοσύστατου ελληνικού κράτους ήταν η ύπαρξη μεγάλων ελληνικών παροικιών που ενίσχυαν με εμβάσματα την ελληνική οικονομία, χωρίς ωστόσο να επενδύουν, λόγω έλλειψης υποδομών και εσωτερικής αγοράς.
Το 1841 ιδρύθηκε η Εθνική Τράπεζα, που αποτέλεσε την πρώτη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Μεσόγειο, ταυτόχρονα εκδοτική και εμπορική, και η οποία βοήθησε αρκετά στην ανάπτυξη του εμπορίου.
Οι πρώτες βιομηχανίες εμφανίζονται τις δεκαετίες του 1850 και 1860 στους κλάδους αλευροποιίας, βυρσοδεψίας, σαπωνοποιίας και μεταξουργίας. Τέλη της δεκαετίας του 1860 εμφανίζονται η κλωστοϋφαντουργία και οι μηχανοκατασκευές. Υπήρχαν αρκετές βιοτεχνίες κεραμικής, επιπλοποιίας, κατασκευής ταπήτων και μάλλινων υφασμάτων, υποδηματοποιίας και άλλες. Σημαντικά βήματα προόδου γίνονται και στην εμπορική ναυτιλία, όπου ο αριθμός των πλοίων ήταν 2.891 το 1834 κι έφτασε τα 3.581 το 1845, ενώ το 1856 εισήχθη η ατμοπλοΐα, που άρχισε βαθμιαία να εκτοπίζει τα ιστιοφόρα.
To 1871 άρχισε η μερική εκποίηση των εθνικών κτημάτων με ευνοϊκούς όρους για τους αγρότες. Επρόκειτο για αίτημα της Επανάστασης του 1821, του Κινήματος της 3ης του Σεπτέμβρη 1843 και της αποπομπής του Όθωνα (1862). Η αναδιανομή αυτή είχε κι έναν εισπρακτικό στόχο, καθώς θα αύξανε την επιχειρηματική δραστηριότητα, άρα και τα φορολογικά έσοδα. Το γεγονός αυτό ενίσχυσε την αγροτική παραγωγή κι ιδιαίτερα την παραγωγή σταφίδας. Το 1881, με την προσάρτηση της Θεσσαλίας, οξύνθηκε η αντίθεση για την κυριότητα της γης, με την αντιπαράθεση μεγαλοϊδιοκτητών-ακτημόνων καλλιεργητών. Οι ακτήμονες (κολίγοι) ήταν ανυπεράσπιστοι απέναντι στις αυθαιρεσίες των γαιοκτημόνων (τσιφλικάδων), οι οποίοι, επιπλέον, δεν διέθεταν καπιταλιστική συνείδηση και δεν επιθυμούσαν να μετασχηματίσουν την παραγωγή. Η κατάληξη ήταν η σύγκρουση στα γεγονότα του Κιλελέρ το 1910 και στην τελική λύση του προβλήματος πολύ αργότερα (νόμος του 1917 και διανομή μετά το 1922). Το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα καταγράφονται μια σειρά αναδιαρθρώσεις που θα μεταμορφώσουν την ελληνική οικονομία. Οι αλλαγές αυτές δεν είναι άσχετες με τη μεγάλη ύφεση της διεθνούς οικονομίας που ξέσπασε το 1873 και διήρκεσε περίπου είκοσι χρόνια. Χαρακτηριστικά της ύφεσης ήταν η πτώση των τιμών και των επιτοκίων, ο οξύτατος ανταγωνισμός για την οικονομική κυριαρχία, οι μεγάλες τεχνολογικές καινοτομίες και η άνοδος του προστατευτισμού και του κρατικού παρεμβατισμού. Αυτό οδήγησε τα ευρωπαϊκά και ελληνικά παροικιακά κεφάλαια σε αναζήτηση νέων αγορών, μεταξύ αυτών και την ελληνική, ενισχύοντας την παραγωγική βάση της χώρας.
Τα υπάρχοντα εργοστάσια από 22 το 1867 έγιναν 108 το 1880. Το οδικό δίκτυο ήταν 450 χλμ. το 1864 και κατασκευάστηκαν 2.750 χλμ. το διάστημα 1867-1909. Αναπτύχθηκε το σιδηροδρομικό δίκτυο, διανοίχθηκε ο Ισθμός της Κορίνθου (1882-93), κατασκευάστηκαν λιμάνια κι έγιναν αρκετά δημόσια έργα. Ο αστικός πληθυσμός από 8% το 1853 έφτασε στο 28% το 1879. Το εξωτερικό εμπόριο αναπτύχθηκε με βασικό εξαγωγικό προϊόν τη σταφίδα. Την περίοδο 1879-82 οι τιμές της σταφίδας εκτινάχθηκαν στα ύψη λόγω της φυλλοξήρας που έπληξε την παραγωγή της Γαλλίας, με αποτέλεσμα τη μεγάλη αύξηση της παραγωγής στην Πελοπόννησο και στα Επτάνησα (50% αύξηση μεταξύ 1878-87). Όταν το 1892 η Γαλλία επέβαλε υψηλό δασμό στη σταφίδα, οι εξαγωγές κατέρρευσαν, με συνέπεια τη μεγάλη σταφιδική κρίση. Πλήγμα δέχτηκε και η παραγωγή δημητριακών, καθώς τα αμερικάνικα σιτηρά κατέκλυσαν την Ευρώπη και οι τιμές κατέρρευσαν, με αποτέλεσμα η κυβέρνηση Τρικούπη να επιβάλει διαδοχικές αυξήσεις δασμών στην εισαγωγή σιταριού, για να προστατευθεί η εγχώρια παραγωγή. Στη ναυτιλία σημειώθηκε οριστική επικράτηση της ατμοπλοΐας στη θάλασσα. Η συνολική χωρητικότητα του ελληνόκτητου στόλου ιστιοφόρων περιορίστηκε, ενώ η ανάπτυξη των ατμόπλοιων άρχισε να εμφανίζεται δυναμικά μετά το 1890. Εκτεταμένη ήταν κι η ανάπτυξη της πίστης και των τραπεζών. Εκτός από την Εθνική και την Ιονική Τράπεζα, που προϋπήρχαν, την περίοδο αυτή ιδρύθηκαν οι τράπεζες Ηπειροθεσσαλίας (1882), Κρητική (1889), Αθηνών (1893), Λαϊκή (1905) και Εμπορική (1907). Το 1885 η ελληνική κυβέρνηση επέτρεψε στην Εθνική, στην Ιονική και στην τράπεζα Ηπειροθεσσαλίας να εκδώσουν τραπεζογραμμάτια συνολικού ποσού 18 εκατ. δρχ.
Η Ελλάδα επιχείρησε να γίνει μέλος της Λατινικής Νομισματικής Ένωσης (ΛΝΕ), που ίδρυσαν η Γαλλία, η Ιταλία, η Ελβετία και το Βέλγιο, ώστε να διατηρήσουν σταθερές τις συναλλαγματικές τους ισοτιμίες. Υπέγραψε τη συμφωνία σύνδεσης το 1867 και εντάχθηκε σ’ αυτήν στις 31 Δεκεμβρίου του 1884. Όμως σύντομα παρουσιάστηκαν σοβαρά δημοσιονομικά προβλήματα, λόγω των συνεχών πολεμικών συγκρούσεων, με αποτέλεσμα η συμφωνία να καταστεί ανενεργός. Τελικά, η ένταξη επιτεύχθηκε το 1910, για να διατηρηθεί η νομισματική σταθερότητα στη χώρα μέχρι το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου. Η συντελούμενη πρόοδος της περιόδου στηρίχτηκε σε κάποιο βαθμό στον υπέρογκο δανεισμό. Από το 1879 έως το 1890 συνήφθησαν οκτώ εξωτερικά δάνεια συνολικού ονομαστικού κεφαλαίου 630 εκατ. δρχ. Σ’ αυτά πρέπει να προστεθούν πέντε εσωτερικά δάνεια, ύψους περίπου 65 εκατ. δρχ. Για να υπάρχει ένα μέτρο σύγκρισης, αξίζει ν’ αναφερθεί ότι τη δεκαπενταετία 1862-76 το συνολικό ύψος των δανείων (αποκλειστικά εσωτερικού) που είχε συνάψει το ελληνικό κράτος δεν ξεπερνούσε τα 130 εκατ. δρχ. Το 1887 το μεγαλύτερο τμήμα των νέων δανείων (70%) αφιερωνόταν στην εξόφληση των προηγούμενων. Το καθαρό ποσό των 460 εκατ. δρχ. που εκταμιεύθηκε τελικά διατέθηκε ως εξής: τα 100 εκατ. σε στρατιωτικές δαπάνες, τα 120 εκατ. για συγκοινωνιακό δίκτυο και το υπόλοιπο σχεδόν εξολοκλήρου για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους. Υπό το βάρος των χρεών η χώρα κήρυξε πτώχευση το 1893, δηλαδή δήλωσε αδυναμία εκπλήρωσης των υποχρεώσεών της απέναντι στους δανειστές. Ακολούθησε μια περίοδος διαπραγματεύσεων, όπου οι δανειστές ζητούσαν ν’ αναλάβουν τη διαχείριση των οικονομικών της χώρας. Οι κυβερνήσεις αρνούνταν να δεχτούν, ωστόσο αυτό συνέβη μετά τη στρατιωτική ήττα στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, καθώς η χώρα ετέθη υπό Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο. Οι ξένοι παρατηρητές-ελεγκτές είχαν το δικαίωμα να ασκούν πλήρη εποπτεία στις υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών, ώστε να εξασφαλίσουν την αποπληρωμή των δανείων.
Η περίοδος των πολέμων
Τη δεκαετία 1912-22 έγιναν δύο βαλκανικοί πόλεμοι (1912-13), ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος και η εκστρατεία στη Μικρά Ασία (1918-22). Οι βαλκανικοί πόλεμοι αύξησαν κατά πολύ το έδαφος και τον πληθυσμό της Ελλάδος. Ο πληθυσμός από 2.187.208, το 1889, έφτασε σε 5.016.889 το 1920 και σε 6.204.674 το 1928. Οι νέες περιοχές (Μακεδονία, Ήπειρος, Κρήτη, νησιά Αιγαίου) περιελάμβαναν 4.320 χιλιάδες στρέμματα, με άλλα λόγια το 32% της καλλιεργούμενης έκτασης της χώρας. Κύρια παραγόμενα προϊόντα στις περιοχές αυτές, με βάση την αξία της παραγωγής, ήταν τα σιτηρά (40,3%), ο καπνός (21,4%) το λάδι και οι ελιές (14,7%) και η παραγωγή των αμπελιών (6,9%). Περισσότερο ανεπτυγμένη ήταν η κτηνοτροφία, που αντιστοιχούσε στο 45% της αντίστοιχης ελληνικής. Τέλος, υπήρχαν και κάποιες βιομηχανικές και βιοτεχνικές μονάδες σε Έδεσσα, Νάουσα, Θεσσαλονίκη, περιοχή Βερμίου κ.α.
Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο προστέθηκε και η Θράκη (1919), με καλλιεργούμενη έκταση 692 χιλιάδες στρέμματα (σιτάρι 193 χιλιάδες στρέμματα, λοιπά σιτηρά 351 χιλιάδες στρέμματα, καπνός 50 χιλιάδες, όσπρια 24 χιλιάδες κτλ.) και με 202.560 κατοίκους. Οι συνεχείς πολεμικές αναμετρήσεις αναστάτωσαν την οικονομική ζωή της χώρας, αύξησαν σημαντικά τις στρατιωτικές δαπάνες, ανακατένειμαν τον πλούτο εις βάρος της πλειοψηφίας του λαού και αύξησαν υπερβολικά τις τιμές των αγαθών. Η ναυτιλία αποκόμισε κέρδη κατά τη διάρκεια του πολέμου, έχασε όμως το 64,6% της χωρητικότητάς της. Η αγροτική και βιομηχανική παραγωγή έμειναν στάσιμες. Το εμπορικό έλλειμμα αυξήθηκε σημαντικά, το ίδιο και οι πολεμικές δαπάνες, με συνέπεια την πτώση της δραχμής από 25,16 ανά λίρα Αγγλίας, το 1914, σε 238 το 1924 και ταυτόχρονη άνοδο του τιμαρίθμου από 100 σε 1309. Η περίοδος των πολέμων έληξε με τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, που οδήγησε στην υπογραφή της συνθήκης της Λοζάνης (24 Ιουλίου 1923) και η οποία προέβλεπε την ανταλλαγή πληθυσμών και την εγκατάσταση ενός εκατομμυρίου και άνω προσφύγων στην Ελλάδα.
Μεσοπόλεμος – Β’ Παγκόσμιος πόλεμος – Κατοχή
Το1922 ήταν έτος-ορόσημο για τον επαναπροσδιορισμό της στρατηγικής ανάπτυξης της νεοελληνικής κοινωνίας. Η Μικρασιατική Καταστροφή τερμάτισε τις προσδοκίες επέκτασης της χώρας, προσδοκίες που μετέφερε το νεοελληνικό κράτος από την ίδρυσή του. Η Μικρασιατική Καταστροφή οδήγησε στον ξεριζωμό των προσφύγων και στον ακρωτηριασμό του ελληνισμού. Από την άλλη, δημιουργήθηκαν για πρώτη φορά ευνοϊκές προϋποθέσεις οικονομικής απογείωσης για το ελληνικό κράτος. Εξαιτίας των προσφύγων, η χώρα απέκτησε φτηνή ειδικευμένη εργατική δύναμη, αλλά και διευρυμένη εσωτερική αγορά. Το πρόβλημα της αποκατάστασης των προσφύγων, σε συνδυασμό με τη διεθνή κατάσταση (η διάλυση Αυστροουγγαρίας και Οθωμανικής Τουρκίας, η ενδυνάμωση του εργατικού κινήματος και η νεοσύστατη Σοβιετική Ένωση, η διεθνής νομισματική αστάθεια) οδήγησαν σε ενίσχυση του ρόλου του κράτους. Το 1910 είχε ιδρυθεί το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, το 1914 θεσπίστηκαν νόμοι για τους γεωργικούς συνεταιρισμούς, το 1917 ιδρύθηκε το υπουργείο Γεωργίας, το 1928 ιδρύθηκε η Τράπεζα της Ελλάδας και το 1930 η Αγροτική Τράπεζα. Όλα αυτά αποτελούσαν μια σειρά από οικονομικά όργανα που στήριξαν το έργο της αποκατάστασης, ενίσχυσαν τη μικρή ιδιοκτησία, η οποία εθεωρείτο η βάση του κοινωνικού καθεστώτος, και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση των συνεπειών που είχε το Κραχ του 1929 στην ελληνική οικονομία.
Οι νέες περιοχές που ενσωματώθηκαν στην Ελλάδα, σε σχέση με τις προϋπάρχουσες, ήταν περισσότερο καθυστερημένες από οικονομική άποψη, καθώς είχαν υψηλότερο ποσοστό αγροτών και μικρότερο βιομηχανικό τομέα. Η προσπάθεια ανάπτυξης των περιοχών αυτών και η ανάγκη αποκατάστασης των προσφύγων επιτάχυναν τις διαδικασίες διανομής των τσιφλικιών. Μοιράστηκαν 850.000 εκτάρια σε περίπου 150.000 οικογένειες προσφύγων και 673.000 εκτάρια σε 130.000 οικογένειες της «παλαιάς Ελλάδας». Το 1933 πάνω από το 40% των γεωργών θεωρούνταν νέοι ιδιοκτήτες, είτε ως πρόσφυγες είτε ως πρώην ακτήμονες. Η αγροτική παραγωγή αυξήθηκε, κυρίως ως συνέπεια της επέκτασης των καλλιεργούμενων εκτάσεων και λιγότερο των τεχνικών βελτιώσεων στην παραγωγή. Οι καλλιεργούμενες εκτάσεις σιτηρών, καπνού και βαμβακιού αυξήθηκαν περισσότερο από 50%. Η ανυπαρξία ποιοτικών μεταβολών στη γεωργική παραγωγή οδήγησε ξανά σε αδιέξοδο πολλά αγροτικά νοικοκυριά, με αποτέλεσμα τη διαγραφή των αγροτικών χρεών το 1937, γεγονός που αποδεικνύει τον κοινωνικό στόχο της ενσωμάτωσης των μικροϊδιοκτητών στο αστικό καθεστώς. Σημαντικά αυξήθηκε και η ζήτηση για είδη πρώτης ανάγκης. Οι ανάγκες στέγασης των προσφύγων, η παραγωγή υφαντουργικών ειδών, τα έργα οδοποιίας και τα αποξηραντικά έργα έδωσαν αναπτυξιακή ώθηση στην οικονομία. Το ξέσπασμα της διεθνούς κρίσης (1929-32) συνέβαλε στην επιστροφή στη χώρα σημαντικού μέρους ελληνικών κεφαλαίων που δραστηριοποιούνταν στο εξωτερικό και ευνόησε τη στροφή της οικονομίας προς κάποιου είδους αυτάρκεια, καθώς οι εγχώριοι πόροι προσανατολίστηκαν στην κάλυψη της εγχώριας ζήτησης, που μέχρι τότε ικανοποιούνταν με προϊόντα του εξωτερικού. Την περίοδο 1928-38, σύμφωνα με στατιστικές της Κοινωνίας των Εθνών, η Ελλάδα σημείωσε αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής κατά 65% μετά τη Σοβιετική Ένωση (87%) και την Ιαπωνία (73%). Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι η αξία της βιομηχανικής παραγωγής από 3,1 δις δραχμές το 1923 πέρασε στα 7,1 δις το 1929 και σε 13,5 δις το 1938. Η ποσότητα του παραγόμενου ηλεκτρικού ρεύματος τετραπλασιάστηκε και το προϊόν του κλάδου των μηχανοκατασκευών πολλαπλασιάστηκε επί 5,8 (1928-38). Η ραγδαία αυτή ανάπτυξη της οικονομίας ήταν προσανατολισμένη στην «υποκατάσταση των εισαγωγών». Το 1928 η ελληνική βιομηχανία κάλυπτε το 58% των αναγκών της εγχώριας αγοράς βιομηχανικών ειδών, ενώ το 1938 είχε φτάσει να καλύπτει το 78,84%. Ακόμη, οι εισαγόμενες πρώτες ύλες, από 43% του συνόλου των πρώτων υλών το 1928, μειώθηκαν σε 25% το 1938. Τη δεκαετία 1920-29 ο αριθμός των βιομηχανικών και βιοτεχνικών επιχειρήσεων αυξήθηκε κατά 82% (από 33.811 έφτασε τις 61.485), ενώ την περίοδο 1930-40 αυξήθηκε κατά 25%. Οι εξαγωγές, ως ποσοστό των εισαγωγών, ήταν 41,6% το 1923, 50,8% το 1928, 60,7% το 1933 και 75,4% το 1939. Έως το 1929 τα παραδοσιακά εξαγωγικά προϊόντα ήταν ο καπνός και η σταφίδα. Την περίοδο 1929-33 μειώθηκαν οι εξαγωγές σταφίδας κατά 50% και του καπνού κατά το 1/3. Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι υπήρξε μια πρωτοφανής κινητοποίηση του εγχώριου δυναμικού για την εκβιομηχάνιση με βάση την εσωτερική αγορά.
Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι η ελληνική οικονομία δεν επηρεάστηκε από τη διεθνή κρίση του 1929, απλώς η κρίση έπληξε περισσότερο την αγροτική παραγωγή (κυρίως τα εξαγωγικά προϊόντα όπως τη σταφίδα και τον καπνό), ενώ στο βιομηχανικό τομέα αντισταθμίστηκε έως ένα βαθμό από τις θετικές επιπτώσεις της εγκατάστασης των προσφύγων. Πάντως, το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε από 2,8% το 1928 σε 6,1% το 1930 και σε 8,6% το 1932. Από την άλλη, το κατά κεφαλήν εισόδημα έμεινε στάσιμο την ίδια περίοδο. Το 1932 ήταν η χρονιά που η χώρα κήρυξε νέα πτώχευση, θέτοντας έτσι τέρμα σε μια εποχή υψηλού δανεισμού από το εξωτερικό και ενισχύοντας ακόμη περισσότερο τον προστατευτισμό στο εμπόριο και τον κρατικό παρεμβατισμό. Τα δάνεια που είχαν συναφθεί τη δεκαετία 1922-32 ήταν 1.022 εκατ. χρυσά φράγκα (ποσό πολύ μεγάλο αν ληφθεί υπόψη ότι τα δάνεια της τρικουπικής περιόδου ήταν 630 εκατ. χρυσά φράγκα). Για να εξυπηρετηθούν τα συναφθέντα δάνεια, απαιτούσαν το 150% του ετήσιου ΑΕΠ (Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος) της χώρας.
Μετά την πτώχευση η χώρα οδηγήθηκε σε μεγαλύτερη οικονομική και κοινωνική αναδιάρθρωση. Η διακοπή του δανεισμού από το εξωτερικό και η επιδείνωση του ισοζυγίου πληρωμών της χώρας καθιστούσαν αναγκαία τη λήψη μέτρων για το ριζικό περιορισμό των εισαγωγών. Η χώρα αναπτυσσόταν πλέον μέσα σ’ ένα αυστηρό προστατευτικό πλαίσιο με κύριο εμπορικό εταίρο τη Γερμανία.
Ο πόλεμος μεταξύ Ελλάδας-Ιταλίας (1940) και η γερμανική κατοχή έπληξαν σημαντικά την οικονομία της χώρας. Οι ανθρώπινες απώλειες υπολογίζονται γύρω στο μισό εκατομμύριο, είτε από εχθροπραξίες είτε από την πείνα. Βάσει υπολογισμών, η παραγωγή στο τέλος του πολέμου μειώθηκε 40% στα δημητριακά, 80% στον καπνό, 70% στο βαμβάκι, 60% στη σταφίδα, 50% στα αμπέλια κ.ο.κ. Οι απώλειες του κτηνοτροφικού κεφαλαίου υπολογίζονται σε 50% στα μεγάλα ζώα και 30% στα μικρά. Τα δάση ελαττώθηκαν κατά 20%, η βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε στο μισό, το 73% της εμπορικής και επιβατηγού ναυτιλίας χάθηκε, το 70% των αυτοκινήτων κλάπηκε, καταστράφηκαν ολοκληρωτικά 100.000 κατοικίες και μερικώς 50.000 περίπου, ενώ επίσης καταστράφηκε το 90% του σιδηροδρομικού και οδικού δικτύου. Ο πληθωρισμός πήρε τέτοιες διαστάσεις, ώστε στο τέλος του πολέμου η κυκλοφορία χρήματος διογκώθηκε 5.000.000 φορές και το κόστος ζωής ήταν αυξημένο περίπου 2.306.000 φορές. Ο γερμανικός στρατός κατοχής ενδιαφερόταν μόνο για τον έλεγχο κάποιων στρατηγικών σημείων και για την εκμετάλλευση των μεταλλευμάτων που ήταν απαραίτητα για την πολεμική βιομηχανία. Η στάση αυτή οδήγησε σε λιμό το χειμώνα 1941-42. Ο λιμός ήταν αποτέλεσμα της έλλειψης σιτηρών και ελαιολάδου, που επιτάσσονταν για τις ανάγκες του στρατού κατοχής. Εμφανίστηκε μαύρη αγορά και υπερπληθωρισμός, που εκμηδένισε την αγοραστική δύναμη του πληθυσμού. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, βελτιώθηκε σχετικά η θέση όσων συμμετείχαν σε δραστηριότητες που κάλυπταν τις ανάγκες των δυνάμεων κατοχής. Πολλές βιομηχανίες, για παράδειγμα καπνού ή τσιμέντου, δούλευαν για τις δυνάμεις κατοχής, ενώ υπολογίζεται ότι το 10% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού δούλευε άμεσα ή έμμεσα για τους κατακτητές.
Η περίοδος 1945-73
Η απελευθέρωση της χώρας δημιούργησε προσδοκίες για ανασυγκρότηση της οικονομίας πάνω σε νέες βάσεις, στηριγμένη στην εκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων της χώρας και στην ανάπτυξη βαριάς βιομηχανίας. Ο Εμφύλιος που ακολούθησε (1946-49) δημιούργησε μεγάλη πολιτική και οικονομική αστάθεια. Οι κυβερνητικές δυνάμεις, που επικράτησαν με τη συμβολή της Αγγλίας κι αργότερα των ΗΠΑ, σταθεροποίησαν το καθεστώς και κατέταξαν την Ελλάδα στις χώρες με οικονομία της αγοράς. Η αμερικανική βοήθεια (σχέδιο Μάρσαλ, 1948-τέλη 1951) άμβλυνε κάποια οικονομικά προβλήματα, δεν εκπλήρωσε όμως τις προσδοκίες για εκσυγχρονισμό της παραγωγικής βάσης της χώρας. Άλλωστε, μόνο ένα μικρό μέρος του συνολικού ποσού (21%) χρησιμοποιήθηκε σε παραγωγικές επενδύσεις, ενώ το 54% δαπανήθηκε σε στρατιωτικούς εξοπλισμούς και σε στρατιωτικές δαπάνες.
Η περίοδος που ακολούθησε (1953-73) υπήρξε από τις πιο δυναμικές διεθνώς με εντυπωσιακούς ρυθμούς μεγέθυνσης, ώστε πολλοί να κάνουν λόγο για ελληνικό οικονομικό θαύμα. Κατά τη διάρκειά της συντελέστηκε ο μετασχηματισμός της ελληνικής οικονομίας από αγροτική σε «ημιβιομηχανική». Η συμβολή της γεωργίας στο Ακαθάριστο Εθνικό Εισόδημα από 34,3% το 1938 μειώθηκε σε 28% τις αρχές της δεκαετίας του ’50 και σε 17,8% το 1970, με ταυτόχρονη άνοδο του ειδικού βάρους του δευτερογενούς τομέα από 18,6% το 1938 σε 20% στις αρχές της δεκαετίας του ’50 και 33,1% το 1970. Ο τριτογενής τομέας αυξομειωνόταν κυμαινόμενος λίγο κάτω από το 50%. Το κατά κεφαλήν εθνικό εισόδημα από 80 δολάρια το 1940 ξεπερνούσε τα 3.000 στα τέλη της δεκαετίας του ’70.
Ως έτος-ορόσημο για την ελληνική οικονομία θεωρείται το 1953, καθώς τότε ελήφθησαν οικονομικά μέτρα με σημαντικότερο την υποτίμηση της δραχμής κατά εκατό τοις εκατό, μέτρο που έκανε τα ελληνικά προϊόντα ανταγωνιστικά διεθνώς κι αύξησε την αξία των εμβασμάτων που έστελναν οι Έλληνες του εξωτερικού.
Τη δεκαετία 1950-60 το ΑΕΠ αυξανόταν με μέσο ετήσιο ρυθμό 5,7%. Ταχύτερα αναπτυσσόμενοι κλάδοι ήταν οι οικοδομές-κατασκευές, το εμπόριο, οι τράπεζες, οι μεταφορές και οι επικοινωνίες. Το κράτος δημιούργησε και ενίσχυσε τις υποδομές της χώρας. Χαρακτηριστικό είναι ότι συμμετείχε κατά 30% στις επενδύσεις παγίου κεφαλαίου. Συνολικά, τη δεκαετία αυτή επετεύχθη η ανοικοδόμηση και η εκτατική ανάπτυξη, χωρίς όμως σοβαρές ποιοτικές αλλαγές.
Κατά τη δεκαετία 1960-70 άρχισε να καλύπτεται σταδιακά το αναπτυξιακό χάσμα που χώριζε την Ελλάδα από τις ανεπτυγμένες βιομηχανικές χώρες. Το 1962 ετέθη σε εφαρμογή η Συμφωνία Σύνδεσης της Ελλάδας με την ΕΟΚ, που προσέδωσε εξωστρεφή χαρακτήρα στην ελληνική οικονομία και την ενσωμάτωσε στη διεθνή αγορά.
Η παραγωγή και η απασχόληση στράφηκαν από τα παραδοσιακά καταναλωτικά προϊόντα προς πιο σύγχρονα τεχνολογικά ενδιάμεσα και κεφαλαιουχικά προϊόντα. Αναδιαρθρώθηκε η βιομηχανία και οι κλάδοι που κυριάρχησαν ήταν τα χημικά και τα μη μεταλλικά ορυκτά. Αναδιαρθρώθηκε και η αγροτική παραγωγή αναπτύσσοντας καλλιέργειες όπως τα ζαχαρότευτλα, τα φρούτα και τα λαχανικά, το καλαμπόκι, το ρύζι κ.ά. Σε αρκετά προϊόντα υπήρξε αύξηση της παραγωγής λόγω χρησιμοποίησης λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων, είτε γιατί χρησιμοποιήθηκαν αυξημένες εισροές κεφαλαιουχικού εξοπλισμού. Την περίοδο 1965-73 η Ελλάδα κατείχε την πρώτη θέση μεταξύ 11 ευρωπαϊκών χωρών του ΟΟΣΑ από πλευράς δυναμισμού στην παραγωγικότητα της εργασίας (βλ. πίνακα 12).
To κατά κεφαλήν εισόδημα μεταξύ 1960-70 αυξήθηκε κατά 97,3%. Η παραγωγή της μεταποίησης αυξήθηκε κατά 175%, ενώ η παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος από 2.198 Kwh το 1960 αυξήθηκε σε 8.991 Kwh το 1970.
Αν και τη δεκαετία 1950-60 ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ ήταν 5,7% και το 1960-70 ήταν 7,2%, δεν υπήρξε αύξηση των θέσεων εργασίας. Μεταξύ 1961-81 σημειώθηκε μείωση της απασχόλησης σε γεωργία και κτηνοτροφία κατά 988.000 άτομα, ενώ αυξήθηκε η απασχόληση στη μεταποίηση κατά 175.700, στις κατασκευές κατά 159.000 και στις υπηρεσίες κατά 378.000, πράγμα που σημαίνει ότι οι υψηλοί ρυθμοί μεγέθυνσης μείωσαν αντί να αυξήσουν την απασχόληση, γεγονός που οδήγησε περίπου 1.500.000 Έλληνες στη μετανάστευση την εικοσαετία 1950-70. Απ’ αυτούς οι 900.000 έφυγαν στο εξωτερικό και οι υπόλοιποι στα αστικά κέντρα (ειδικά σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη). Το ρεύμα της εξωτερικής μετανάστευσης διακόπηκε με την κρίση του 1973 κι άρχισε η παλιννόστηση, που διευκολύνθηκε κι απ’ την πτώση της δικτατορίας.
Η κατάσταση αυτή διόγκωσε την ανεργία, που από 2,1% το 1974 έφτασε το 9,7% το 1993. Οι εξαγωγές, το 1960, αποτελούνταν κατά 90% από αγροτικά προϊόντα και πρώτες ύλες, με το 64% απ’ αυτές να είναι σταφίδα, καπνός, βαμβάκι, λάδι και ελιές. Τη δεκαετία 1960-70 εντάθηκε η εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας, μειώθηκαν σημαντικά οι δασμοί (λόγω Συμφωνίας Σύνδεσης με την ΕΟΚ, 1961), εισέρευσαν ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα, καθώς παρέχονταν κίνητρα, και οι εξαγωγές μετατοπίστηκαν από τα αγροτικά στα βιομηχανικά προϊόντα και αυξήθηκαν σημαντικά. Την περίοδο 1960-73 ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης των εξαγωγών ήταν 15,3%, ενώ του ΑΕΠ 7,2%.
Η ραγδαία μεγέθυνση της περιόδου συγκάλυπτε τις διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, που ήρθαν όμως στην επιφάνεια μετά το 1973, κι ακόμη εντονότερα με τη δεύτερη πετρελαϊκή κρίση του 1979, ενώ εντάθηκαν περισσότερο λόγω ένταξης στην ΕΟΚ το 1981. Η εντυπωσιακή μεταπολεμική μεγέθυνση δεν αφορούσε ιδιαίτερα κλάδους εκτεθειμένους στο διεθνή ανταγωνισμό, αλλά σχεδόν το 1/3 των επενδύσεων αφορούσε κατοικίες και μόνο το 1/7 τη βιομηχανία. Αυτό είχε ως συνέπεια την εύκολη μεγέθυνση, καθώς αναπτύχθηκαν οι σχετικές βιομηχανίες (οικοδομικά υλικά, είδη χάλυβα, ηλεκτρολογικό υλικό), και τη δημιουργία θέσεων εργασίας, χωρίς όμως να ενισχύσουν την ανταγωνιστική ικανότητα της χώρας.
Το εμπορικό ισοζύγιο ήταν σταθερά αρνητικό, αλλά το ναυτιλιακό, το μεταναστευτικό και το τουριστικό συνάλλαγμα μετρίαζαν την ελλειμματικότητα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, δημιουργούσαν εφησυχασμό στις κυβερνήσεις και πρόσθεταν δάνεια στις ιδιωτικές επιχειρήσεις προκειμένου να επιβιώσουν. Το κράτος, ενώ είχε έντονη οικονομική δραστηριότητα σ’ όλη τη μεταπολεμική περίοδο, στήριξε τις επιχειρήσεις κι έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση των συνεπειών της κρίσης (μετά το 1973), εντούτοις δεν είχε μακροπρόθεσμη στρατηγική ανάπτυξης.
Από το 1974 έως σήμερα
Η «πετρελαϊκή κρίση» του 1973 και η κατάρρευση του Μπρέτον Γουντς οδήγησαν τη διεθνή οικονομία σε μακροχρόνια ύφεση. Η διεθνής ύφεση σε συνδυασμό με τα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας οδήγησε σε επιβράδυνση κι αργότερα σε ανακοπή της αναπτυξιακής της τροχιάς. Η δεύτερη «πετρελαϊκή» κρίση του 1979 επιδείνωσε την κατάσταση, ειδικά στην ελληνική βιομηχανία. Εμφανίζεται «αποβιομηχάνιση», με κάμψη της συμμετοχής της μεταποίησης στο ΑΕΠ από 20,8% το 1974 σε 19,6% το 1985 και ταυτόχρονη διόγκωση των υπηρεσιών από 51,5% σε 56,7%. Η αγροτική παραγωγή είχε να αντιμετωπίσει τον έντονο ανταγωνισμό μετά την είσοδο στην ΕΟΚ το 1981 και την ολοένα αυξανόμενη τάση εγκατάλειψης της υπαίθρου. Γι’ αυτό, το κράτος ακολούθησε μια πολιτική περιφερειακής ανάπτυξης, που είχε κάποια προσωρινά ευεργετικά αποτελέσματα στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Όπως αναφέρθηκε ήδη, στη βιομηχανία τη δεκαετία του ’60 είχε συντελεστεί μια μετατόπιση από τους παραδοσιακούς τομείς (καταναλωτικά είδη και τα λοιπά) στα ενδιάμεσα και κεφαλαιουχικά αγαθά που ήταν τεχνολογικά πιο σύγχρονα. Τη δεκαετία του ’70 συντελέστηκε μια βαθμιαία «επιστροφή» στις παραδοσιακές δομές. Όμως μετά το 1979 η κρίση στη βιομηχανία εκδηλώνεται κυρίως σε κλάδους όπως είναι η υφαντουργία, η ένδυση-υπόδηση, το ξύλο-έπιπλο και άλλοι. Αντίθετα, άλλοι κλάδοι εμφανίζουν αντοχή και μεγεθύνονται διαθέτοντας επιχειρήσεις με σχετικά προηγμένη τεχνολογία και έντονες εξαγωγικές επιδόσεις.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 εμφανίστηκε κύμα προβληματικών και χρεοκοπημένων επιχειρήσεων και το κράτος παρενέβη με ένα τολμηρό πρόγραμμα κρατικοποιήσεων (Ολυμπιακή Αεροπορία, Εμπορική Τράπεζα, συγκοινωνίες και άλλες). Το 1982 ιδρύθηκε ο Οργανισμός Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων (ΟΑΕ), που κρατικοποιούσε προβληματικές εταιρείες σε διάφορους κλάδους για να τις εξυγιάνει (τσιμεντοβιομηχανία, υφαντουργία). Την ίδια περίοδο, με την καθιέρωση της Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής (ΑΤΑ), επιχειρήθηκε να διατηρηθούν σταθεροί οι πραγματικοί μισθοί. Σύντομα, τα συσσωρευμένα οικονομικά προβλήματα εκδηλώθηκαν με την αύξηση των κρατικών ελλειμμάτων, που εκτίναξαν το δημόσιο χρέος στα ύψη. Το 1985 υπήρξε η χρονιά που εγκαινιάστηκε μια μακρά περίοδος λιτότητας και σταθεροποιητικών προγραμμάτων. Το σταθεροποιητικό πρόγραμμα του 1985 προέβλεπε υποτίμηση της δραχμής και πάγωμα των μισθών για δύο έτη. Ακολούθησαν τρεις εκλογικές μάχες, τα έτη 1989, 1990, που δεν επέτρεψαν την άσκηση σταθερής οικονομικής πολιτικής.
Τη δεκαετία του ’80 το ΑΕΠ αυξανόταν με αργούς ρυθμούς (1,4% κατά μέσο όρο ετησίως έναντι 2% στις χώρες της ΕΟΚ) και το κατά κεφαλήν προϊόν από το 58,4% του αντίστοιχου ευρωπαϊκού κατέβηκε σε 51,1% το 1989. Η ίδια στασιμότητα παρατηρήθηκε και στη βιομηχανική παραγωγή, που κινήθηκε όλη τη δεκαετία ελαφρά χαμηλότερα από τα επίπεδα του 1980. Η αγροτική παραγωγή είχε μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης μόλις 0,4%, αλλά το αγροτικό ισοζύγιο έγινε για πρώτη φορά αρνητικό λόγω απότομης αύξησης εισαγωγών γαλακτοκομικών προϊόντων και κρέατος από τις χώρες της ΕΟΚ. Στη βιομηχανία τα προβλήματα ήταν εντονότερα, γιατί οι επιχειρήσεις στηρίζονταν στον προνομιακό τραπεζικό δανεισμό έχοντας χαμηλή ανταγωνιστικότητα. Οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου μειώθηκαν συνολικά περίπου κατά 17% το διάστημα 1979-87, με τις ιδιωτικές να φτάνουν σε μείωση 22%. Η ανάκαμψη των επενδύσεων μετά το 1985 αφορούσε περισσότερο τις κατοικίες, κι έτσι δεν υπήρξε ουσιαστικός εκσυγχρονισμός στη βιομηχανία. Οι εξαγωγικές επιδοτήσεις και τα νομισματικά μέτρα που λαμβάνονταν (υποτίμηση της δραχμής κατά 15% το 1982 και το 1985) δεν έλυσαν το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας, αλλά προκάλεσαν την αντίδραση της ΕΟΚ. Ο πληθωρισμός εκινείτο σε πολύ υψηλά επίπεδα (πάνω ή γύρω στο 20% από το 1980 έως το 1986 με αισθητή μείωση μόνο το 1987 και 1988, παραμένοντας ωστόσο και τότε 4 με 5 φορές πάνω από το μέσο ΕΟΚικό πληθωρισμό). Αυτό όμως που κυρίως χαρακτήρισε τη δεκαετία του ’80 ήταν τα δημόσια ελλείμματα, που η συσσώρευσή τους εκτίναξε το δημόσιο χρέος από περίπου 30% του ΑΕΠ το 1980 σε 90% περίπου το 1989 (πίνακας 7). Η διόγκωση του δημόσιου χρέους καθόρισε σε μεγάλο βαθμό την οικονομική πολιτική που ακολουθήθηκε τη δεκαετία του ’90.
Τη δεκαετία του ’90 τη σφράγισαν οι ιδιωτικοποιήσεις και η απελευθέρωση των αγορών. Από το 1993 ετέθη ως στόχος η σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας με την ΕΕ (η ΕΟΚ μετονομάστηκε σε ΕΕ από 1.1.1993) και, παρά την κυβερνητική αλλαγή, συνεχίστηκε το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων (μετοχοποιήσεων) και απελευθέρωσης των αγορών σε μια προσπάθεια μείωσης του πληθωρισμού, των επιτοκίων, των δημόσιων ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους.
Μετά το 1994 επιτυγχάνεται σε σημαντικό βαθμό ο έλεγχος των μακροοικονομικών ανισορροπιών (πίνακας 4). Ο ρυθμός πληθωρισμού πέφτει κάτω από 10% το 1995 και φτάνει το 3,1% το 2000. Σημειώθηκαν υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης (πάνω από 2% τα έτη 1994, 1995 και 1996 και πάνω από 3% το 1997, 1998, 1999) και αυξήθηκαν οι ιδιωτικές και οι δημόσιες επενδύσεις (με 8,2% κατά μέσο όρο οι ιδιωτικές και 7,9% οι δημόσιες το διάστημα 1996-2001). Τα επιτόκια μειώθηκαν θεαματικά και έφτασαν στα ίδια επίπεδα με τις χώρες της Ευρωζώνης (για βραχυπρόθεσμο τραπεζικό δανεισμό επιχειρήσεων από 23,1% το 1995, σε 15,0% το 1999 και σε 8,58% το 2001, ενώ για μακροπρόθεσμα τραπεζικά δάνεια από 22,1% το 1995 μειώθηκαν σε 13,5% το 1999 και 8,66% το 2001). Όλα τα παραπάνω αλλά κυρίως η μείωση του πληθωρισμού και των επιτοκίων έστρεψαν πολλούς αποταμιευτές να εγκαταλείψουν τις παραδοσιακές τοποθετήσεις (ομόλογα, καταθέσεις) και να επενδύσουν στο Χρηματιστήριο, που από το 1997 μπαίνει σε μια ανοδική τροχιά. Δεκάδες νέες επιχειρήσεις εισήχθησαν στο Χρηματιστήριο και τα κεφάλαια που αντλούσαν αυξάνονταν από έτος σε έτος (149 δις δρχ. το 1996, 530 το 1997, 1266 το 1998, 4155 το 1999, 4665 το 2000). Ο δείκτης τιμών έφτασε στο υψηλότερο επίπεδό του το Σεπτέμβρη του 1999, ενώ στα μέσα του 2003 βρισκόταν στο του επιπέδου εκείνου.
Από την 1η Ιανουαρίου του 2001 η Ελλάδα εισήλθε στην Ευρωζώνη κι υιοθέτησε ως κοινό νόμισμα το ευρώ μαζί με άλλες 11 ευρωπαϊκές χώρες (Αυστρία, Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Ιρλανδία, Ισπανία, Ιταλία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Πορτογαλία, Φιλανδία). Κάτι τέτοιο συνεπαγόταν, βεβαίως, ότι η νομισματική πολιτική θα ασκούνταν σε κεντρικό επίπεδο από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Η είσοδος στην Ευρωζώνη ήταν μεγάλο επίτευγμα για την ελληνική οικονομία, διότι θεωρήθηκε ότι συνέκλινε με τις ευρωπαϊκές, καθώς εκπλήρωσε τα κριτήρια ένταξης. Όμως εξακολουθεί να είναι η φτωχότερη χώρα της ΕΕ (πριν από την ένταξη των 10 νέων χωρών) αν λάβουμε υπόψη το κατά κεφαλήν πραγματικό ΑΕΠ, που βρίσκεται στο 69% του μέσου κοινοτικού όρου.
Μια συνοπτική εικόνα της οικονομίας σήμερα
Ο πληθυσμός της Ελλάδας, σύμφωνα με την απογραφή του 2001, είναι 10.939.771 κάτοικοι, εκ των οποίων οι 3.192.606 κατοικούν στην Περιφέρεια της Πρωτεύουσας. Στην απογραφή του 1991 ο πληθυσμός ήταν 10.259.000, οπότε, αν αφαιρέσουμε τους αλλοδαπούς που εισέρευσαν μαζικά τη δεκαετία του ’90, ο πληθυσμός είναι μειωμένος. Η έκταση της χώρας είναι 132.000 τετραγωνικά χλμ. και η πυκνότητα του πληθυσμού είναι 80 κάτοικοι ανά τετρ. χλμ. (στις χώρες της ΕΕ είναι 120). Η Ελλάδα αποτελεί το 2,8% του συνολικού πληθυσμού της ΕΕ και παράγει το 1,5% του ΑΕΠ της ΕΕ και το 1,9% της Ευρωζώνης. Σύμφωνα με έκθεση της UNCTAD (της Διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη), που κατηγοριοποίησε τις 100 μεγαλύτερες «οικονομίες» (χώρες και εταιρείες) του πλανήτη, η Ελλάδα καταλαμβάνει την 34η θέση (Σεπτέμβριος 2002).
Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν ήταν 140,2 δις ευρώ. Το κατά κεφαλήν προϊόν της χώρας ήταν σε ευρώ: 9.261 το 1997, 11.967,9 το 2001 και 12.764 το 2002. Το κατά κεφαλήν προϊόν βρισκόταν στο 60% του μέσου όρου της ΕΕ το 1990, ενώ το 2001 έφτασε στο 69% (πίνακας 10). Ο ρυθμός ανάπτυξης ήταν 3,7% το 2002, 4,1% το 2001 και 4,2% το 2000, αισθητά μεγαλύτερος από το μέσο όρο της ΕΕ. Ο πληθωρισμός σημείωσε μεταβολή στο 3,4% το 2001 και στο 3,6% το 2002. Το ποσοστό ανεργίας κυμάνθηκε γύρω στο 10%. Το μέσο δηλωθέν εισόδημα ήταν 3,79 εκατ. δρχ. κι ο μέσος φόρος 317.400 δρχ. ανά άτομο. Το ποσοστό των «φτωχών» ανερχόταν στο 21% του συνολικού πληθυσμού έναντι του 18% στις χώρες της ΕΕ (φτωχοί, σύμφωνα με τη Eurostat, είναι όσοι έχουν εισόδημα χαμηλότερο του 60% του μέσου όρου της χώρας). Οι δαπάνες κοινωνικής προστασίας (συντάξεις, υγειονομικής περίθαλψης, πρόνοια) ανέρχονταν στο 25,5% του ΑΕΠ έναντι 27,6% στην ΕΕ. Οι δαπάνες για έρευνα και τεχνολογία ήταν το 0,5% του ΑΕΠ (στις χώρες της ΕΕ ήταν 1,9%). Το σιδηροδρομικό δίκτυο της χώρας ήταν 2.299 χλμ. το 1999 έναντι 2.503 χλμ. το 1997 και 2.543 χλμ. το 1974. Το 2001 κυκλοφορούσαν 5.390.000 οχήματα, εκ των οποίων τα 3.423.704 ήταν επιβατικά, τα 1.085.811 φορτηγά, τα 27.115 λεωφορεία και τα 853.366 μοτοσικλέτες. Υπήρχαν (στοιχεία του 2000) 30 επιβατικά αυτοκίνητα ανά 100 κατοίκους έναντι 45 στην ΕΕ.
Γενικά, η ελληνική οικονομία άρχισε να συγκλίνει με τις ευρωπαϊκές τη δεκαετία του ’90, όμως εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από διαρθρωτικές αδυναμίες που είτε είναι αποτέλεσμα του μεταπολεμικού μοντέλου ανάπτυξης είτε προκύπτουν από τη θέση της χώρας στο σημερινό διεθνή καταμερισμό εργασίας.
Η πρωτογενής παραγωγή
Η πρωτογενής παραγωγή αφορά προϊόντα που διατηρούν τη φυσική τους υπόσταση και περιλαμβάνει την αγροτική παραγωγή, την παραγωγή δασικών προϊόντων και την αλιευτική παραγωγή. H αγροτική παραγωγή (γεωργία-κτηνοτροφία) αποτελεί το 90% του προϊόντος του πρωτογενούς τομέα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΣΥΕ, το 2000 υπήρχαν 808.254 εκμεταλλεύσεις με καλλιεργήσιμη γη, 5.107.277 αγροτεμάχια με συνολικά χρησιμοποιούμενη γεωργική έκταση 35.753.264 στρέμματα, άρα η μέση έκταση αγροτεμαχίου ήταν 7 στρέμματα. Απ’ τις εκτάσεις αυτές περίπου το 42% είναι ποτιστικές. Το μεγαλύτερο μέρος των καλλιεργειών εξακολουθούν να είναι αροτραίες (64%), αν και εμφανίζουν τάση μείωσης (71% το 1971, 68% το 1981). Το 28,5% είναι δενδρώδεις καλλιέργειες (19,6% ήταν το 1971 και 23,5% το 1981), γύρω στο 3,5% ήταν οι καλλιέργειες λαχανικών και 3,8% τα αμπέλια και τα σταφιδάμπελα (ενώ έφταναν το 6,1% το 1971) (πίνακας 8). Το 28,7% των εκμεταλλεύσεων ήταν κάτω από 10 στρέμματα και το 48,7% κάτω από 20 στρέμματα, ενώ άνω των 100 στρεμμάτων ήταν μόνο το 9,9% των εκμεταλλεύσεων. Ο πρωτογενής τομέας, ως ποσοστό του ΑΕΠ, ακολουθεί διαρκώς φθίνουσα πορεία (30% το 1951, 20% το 1981, 13% το 1995, γύρω στο 8% το 2002), αλλά εξακολουθεί να είναι πολύ σημαντικός για τη χώρα μας τόσο σε επίπεδο απασχόλησης, όσο και ισοζυγίου πληρωμών. Οι εργαζόμενοι στη γεωργία, την κτηνοτροφία και στην αλιεία το 2001 ήταν 632,8 χιλιάδες, με άλλα λόγια περίπου το 16% των απασχολουμένων, έναντι 704,2 χιλιάδων το 1971, 669,1 χιλιάδων το 1981 και 670,7 χιλιάδων το 1991 (πίνακας 2). Η συμμετοχή των αγροτικών προϊόντων στο σύνολο των ελληνικών εξαγωγών ήταν 72% το 1961, 53% το 1971, 25% το 1981 και 30% το 1991, ποσοστό που διατηρείται μέχρι και το 2002. Η ελληνική γεωργική παραγωγή συνδεόταν παραδοσιακά με ένα ή δύο προϊόντα, τη σταφίδα το 19ο αιώνα και τον καπνό σχεδόν ολόκληρο τον 20ό. Τα τελευταία χρόνια δυναμικές καλλιέργειες θεωρούνται τα λεγόμενα μεσογειακά προϊόντα, όσα δηλαδή ευνοούνται από τις κλιματολογικές συνθήκες, όπως τα φρούτα και τα λαχανικά, οι ελιές και το ελαιόλαδο, η σταφίδα, τα κρασιά και το βαμβάκι. Πολύ καλές προοπτικές παρουσιάζουν τα τελευταία χρόνια τα προϊόντα υψηλής ποιότητας ή ελεγχόμενης προέλευσης και αυτά που παράγονται χωρίς τη χρήση λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων. Συχνά, τα αγροτικά προϊόντα αντιμετωπίζουν πρόβλημα διάθεσης, καθώς η ανάπτυξη των αγορών αγροτικών προϊόντων είναι ανεπαρκής στη χώρα μας. Αλλά και οι αγορές εισροών παρουσιάζουν προβλήματα (λιπάσματα, ζωοτροφές, γεωργικά εφόδια), καθώς οι τιμές τους αυξάνονται ταχύτερα από τις τιμές των προϊόντων συρρικνώνοντας το αγροτικό εισόδημα. Εδώ είναι αξιοσημείωτη η ανεπαρκής παρουσία των συνεταιριστικών οργανώσεων, που δεν ανταποκρίνονται στην αποστολή τους για την εξυπηρέτηση των μελών τους. Παρά τη συνεχή μείωση του αγροτικού πληθυσμού, αυξάνεται ο αριθμός των γεωργικών μηχανημάτων, κι αυτό, σε συνδυασμό με τη διευρυνόμενη χρήση μισθωτής εργασίας, οδηγεί σ’ ένα βαθμιαίο μετασχηματισμό της αγροτικής παραγωγής στη χώρα μας.
Το 2001 τα βασικότερα προϊόντα, από ποσοτικής άποψης, ήταν το βαμβάκι με 1.326 χιλιάδες τόνους, το σιτάρι με 2.084 χιλιάδες τόνους, τα εσπεριδοειδή με 1.304 χιλιάδες τόνους, ο αραβόσιτος με 2.035 χιλιάδες τόνους, οι ντομάτες με 1.820 χιλιάδες τόνους, τα ροδάκινα με 927 χιλιάδες τόνους, το ελαιόλαδο με 451 χιλιάδες τόνους, ο μούστος με 428 χιλιάδες τόνους.
Τα κτηνοτροφικά προϊόντα που παρήχθησαν το 2001 ήταν: γάλα: 1.942 χιλιάδες τόνοι (1.805 χιλιάδες το 1991, 1.691 χιλιάδες το 1981 και 1.401 χιλιάδες το 1971), κρέας: 470 χιλιάδες τόνοι (501 χιλιάδες το 1991, 508 χιλιάδες το 1981 και 335 χιλιάδες το 1971), τυρί σκληρό: 35 χιλιάδες τόνοι, τυρί μαλακό: 127 χιλιάδες τόνοι και μέλι 15 χιλιάδες τόνοι. Παρά το ευνοϊκό κλίμα και τη μορφολογία του εδάφους, η χώρα μας είναι εισαγωγέας κτηνοτροφικών προϊόντων, με στάσιμη ή και φθίνουσα παραγωγή.
Η αλιεία είναι μια δραστηριότητα με πολύ μικρή συμμετοχή στη διαμόρφωση του ΑΕΠ (κάτω του 1%) και στο σύνολο της απασχόλησης, αλλά, επειδή είναι συγκεντρωμένη στις παράκτιες περιοχές και στα νησιά, αποκτά μεγάλη σημασία σε κατά τόπους οικονομίες. Τα μηχανοκίνητα επαγγελματικά σκάφη θαλάσσιας αλιείας (ιπποδύναμης 20 ΗΡ και άνω) ήταν 7.705 το 2001 (έναντι 9.336 το 1991, 4.757 το 1981 και 2.431 το 1971), από τα οποία τα 30 ήταν υπερπόντιας αλιείας, τα 695 μέσης αλιείας και τα 6.980 παράκτιας αλιείας. Συνολικά, είχαν ιπποδύναμη 689.583 ΗΡ και χωρητικότητα 39.073 ΚΟΧ. Η συνολική ποσότητα αλιευμάτων (σε χιλιάδες τόνους) ήταν 88 το 1971, 91 το 1981, 139 το 1991, 157 το 1996, 112 το 1998, 115 το 1999 και 93 το 2000. Τα κυριότερα ψάρια που αλιεύτηκαν το 2000 ήταν οι σαρδέλες: 16 χιλιάδες τόνοι, οι γάβροι: 9,8 χιλιάδες τόνοι, και οι γόπες: 4 χιλιάδες τόνοι.
Η υπεραλίευση, η μείωση της παραγωγής τα τελευταία χρόνια και η αλλαγή της ζήτησης προς υγιεινότερα προϊόντα, άρα και τα ψάρια, έδωσαν μεγάλη ώθηση στις ιχθυοκαλλιέργειες. Τις δυο τελευταίες δεκαετίες υπήρξε θεαματική ανάπτυξη του κλάδου λόγω των ευνοϊκών κλιματολογικών και γεωμορφολογικών συνθηκών, αλλά και λόγω των επιδοτήσεων και δανειοδοτικών προγραμμάτων. Είναι ο τρίτος εξαγωγικός κλάδος της χώρας. Η Ελλάδα κατέχει την πρώτη θέση στην παραγωγή σε τσιπούρες και λαβράκια ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες. Το 2001 παρήχθησαν 60.000 τόνοι ψάρια, ποσοστό που ισοδυναμούσε με το 50% της παραγωγής όλων των χωρών της Μεσογείου. Την περίοδο 1993-2002, ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης παραγωγής του κλάδου ήταν 26,7% .
Η δασική παραγωγή στην Ελλάδα ήταν πάντοτε περιορισμένη παρά τη μεγάλη έκταση που καταλαμβάνουν τα δάση κι οι δασικοί βοσκότοποι (περίπου το 80% της χώρας). Τα δάση όμως σε μια χώρα δεν προσφέρουν μόνο το ξύλο και τη ρητίνη, που αποτιμώνται σε χρηματικές αξίες, αλλά παράγουν κι άλλα αγαθά, δηλαδή προστατεύουν τα εδάφη, αυξάνουν τα υπόγεια αποθέματα νερού, προσφέρουν αναψυχή και περιβαλλοντική ποικιλότητα. Η Ελλάδα είναι εισαγωγέας ξύλου, καθώς εισάγει περίπου τη μισή ποσότητα ξύλου που καταναλώνει. Το παραγόμενο προϊόν αντιπροσωπεύει μόλις το 0,2% του συνολικού ΑΕΠ, ασκείται όμως σε ορεινές και οικονομικά προβληματικές περιοχές και συχνά δεν μπορεί να υποκατασταθεί. Το 2001 παρήχθησαν 9.589 χιλιάδες τόνοι ξυλάνθρακες, 589.539 κυβικά μέτρα ξυλεία στρογγυλή, 1.100.000 τόνοι καυσόξυλα και 4.348 τόνοι ρητίνη.
Βλέπουμε λοιπόν ότι δεσπόζουσα θέση στον πρωτογενή τομέα έχει η αγροτική παραγωγή, η οποία από το 1981, έτος ένταξης της χώρας στην ΕΟΚ, επηρεάζεται σημαντικά από την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ), που είναι ένα πλέγμα ειδικών ρυθμίσεων αναφορικά με τη λειτουργία των αγορών αγροτικών προϊόντων. Η αναμενόμενη νέα αναμόρφωση της ΚΑΠ στα πλαίσια των συμφωνιών της GATT (Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου) θα σημάνει μεγαλύτερο ανταγωνισμό στα πλαίσια της διεθνούς αγοράς και μείωση της στήριξης των αγροτικών προϊόντων σε παγκόσμιο επίπεδο. Θα πρέπει επίσης να αναμένεται ανακατανομή των πόρων υπέρ των 10 νέων μελών της ΕΕ, ένας παράγοντας που θα επιδεινώσει τη σχετική θέση της ελληνικής γεωργίας.
Η δευτερογενής παραγωγή
Στη δευτερογενή παραγωγή περιλαμβάνονται η μεταποίηση (βιομηχανία και βιοτεχνία), η παραγωγή ηλεκτρισμού – φωταερίου και νερού, οι κατασκευές και τα ορυχεία (μεταλλεία, λατομεία, αλυκές). Θεωρείται ο τομέας με το μεγαλύτερο δυναμισμό σε μια οικονομία, και συχνά η μεγέθυνσή του ταυτιζόταν με την ίδια την οικονομική ανάπτυξη. Στις μέρες μας ανοιχτό θεωρητικό ζήτημα είναι το περιεχόμενο του δευτερογενούς τομέα, καθώς έχουν συντελεστεί σοβαρές αλλαγές στη διαδικασία της παραγωγής. Η παραγωγή του δευτερογενούς τομέα ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξανόταν διαρκώς μεταπολεμικά στη χώρα μας κι έφτασε το 27,3% το 1965 και το 31,6% το1975, για να αρχίσει να μειώνεται σε 30,5% το 1985 και να σταθεροποιείται γύρω στο 20 με 21% μετά το 1995 έως το 2001 (πίνακας 3).
Η κατάσταση στη μεταποίηση
Προπολεμικά, η ελληνική βιομηχανία ήταν αδύναμη και συνδεμένη με τις καταναλωτικές ανάγκες του πληθυσμού. Κατά τη διάρκεια του Πολέμου, υπέστη τεράστιες καταστροφές και μόνο στις αρχές της δεκαετίας του ’50 έφτασε τα προπολεμικά επίπεδα παραγωγής. Μεταπολεμικά μόνο αναπτύχθηκαν σημαντικά κλάδοι όπως η χημική βιομηχανία, η μεταλλουργία, η παραγωγή μεταλλικών αντικειμένων – συσκευών και μηχανών. Ακόμη, αναπτύχθηκαν κλάδοι που σχετίζονταν με πλουτοπαραγωγικούς πόρους της χώρας (αλουμίνας, ζάχαρης κ.ά.).
Η σύνδεση με την ΕΟΚ (1962) ενέτεινε την εξωστρέφεια της ελληνικής βιομηχανίας και την εξέθεσε στο διεθνή ανταγωνισμό, χωρίς απώλεια του δυναμισμού της μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ’70. Τη δεκαετία του ’80 επλήγη από τη διεθνή κρίση, οδηγήθηκε σε συρρίκνωση και αναδιάρθρωση και, με την πλήρη ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ (1981), δέχτηκε νέες πιέσεις στην ήδη χαμηλή ανταγωνιστικότητά της. Την περίοδο 1980-88 το συνολικό προϊόν της βιομηχανίας αυξανόταν με μέσο ετήσιο ρυθμό 0,3%, ενώ την περίοδο 1990-94 συνολικά μειώθηκε κατά 5%. Συνολικά, την περίοδο 1990-2001 η παραγωγή της μεταποίησης αυξανόταν κατά μέσο όρο 1,1%, ενώ το ΑΕΠ κατά 2,4%, ετησίως με αποτέλεσμα το προϊόν της μεταποίησης να μειωθεί από 15,7% το 1990 σε 13,5% το 2001. Παρόμοια πορεία ακολούθησε ο λόγος των απασχολούμενων στη μεταποίηση προς το σύνολο των απασχολούμενων, που από 19,4% το 1990 μειώθηκε απότομα σε 15,6% το 1993 κι έφτασε βαθμιαία σε 14,2% το 2001. Το ίδιο συνέβη και με τις ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου στη μεταποίηση, που από 16,5% του συνόλου των επενδύσεων το 1990 έγιναν 11% το 2001. Την περίοδο 1993-2001 η παραγωγή της μεταποίησης αυξήθηκε συνολικά κατά 16,8%. Οι κλάδοι με τη μεγαλύτερη αύξηση ήταν: πετρελαίου και άνθρακα 60,7%, προϊόντων από ελαστικά και πλαστική ύλη 54,3%, μη μεταλλικών ορυκτών 47,8%, μηχανημάτων και ειδών εξοπλισμού 47,4% και χημικών προϊόντων 38%. Τη μεγαλύτερη μείωση σημείωσαν οι κλάδοι ενδύματος (36%), δέρματος (34%), κλωστοϋφαντουργίας (20%).
Η βιομηχανική παραγωγή είναι συγκεντρωμένη κατά το μεγαλύτερο μέρος της στους νομούς Αττικής, Βοιωτίας και Θεσσαλονίκης, όπου λειτουργούν οι 3.500 βιομηχανίες. Οι κυριότεροι κλάδοι της είναι βιομηχανίες ειδών διατροφής, καπνού, χημικής βιομηχανίας, μεταλλικών προϊόντων και τσιμέντου.
Η απασχόληση το 2001 ήταν περίπου 555.000 άτομα, ενώ στο τέλος του 2002 είχε μειωθεί σε 531.500 άτομα, αποτελώντας περίπου το 14% των απασχολουμένων της χώρας. Σύμφωνα με στοιχεία του 2000, ο αριθμός καταστημάτων στη βιομηχανία (απασχόληση άνω των 10 ατόμων) ήταν 5.016, με απασχόληση ανά κατάστημα κατά μέσο όρο 47 άτομα. Απ’ αυτές οι 992 είναι βιομηχανίες τροφίμων και ποτών, οι 543 ειδών ένδυσης, οι 486 κατασκευής προϊόντων από μη μεταλλικά ορυκτά, οι 368 κλωστοϋφαντουργικών ειδών κ.ο.κ.
Αυτό που χαρακτηρίζει την ελληνική μεταποίηση είναι ένας έντονος δυϊσμός με τη συνύπαρξη ενός παραδοσιακού τομέα (με χαμηλή παραγωγικότητα και μικρό μέγεθος) και ενός σύγχρονου τεχνολογικά τομέα. Ο πρώτος αδυνατεί να αντιμετωπίσει τις διεθνείς πιέσεις και συρρικνώνεται, ενώ η μεγέθυνση του δεύτερου δεν είναι εξασφαλισμένη, είτε λόγω της διεθνούς αρνητικής συγκυρίας είτε λόγω της έντασης του διεθνούς ανταγωνισμού.
Ορυχεία – Ενέργεια – Κατασκευές
Επειδή τα περισσότερα εξορυσσόμενα μεταλλεύματα υπόκεινται σε κάποια επεξεργασία, η παραγωγή των ορυχείων ταξινομείται στο δευτερογενή τομέα.
Η παραγωγή αυτή αφορά ορυκτούς πόρους που διακρίνονται σε: ενεργειακούς (λιγνίτη), μεταλλικά ορυκτά (βοξίτης, χαλκός, χρώμιο, σιδηρομεταλλεύματα) και μη μεταλλικά ορυκτά (λευκόλιθος, περλίτης, μάρμαρο, σμυρίδα).
Περισσότερο από το 80% της ηλεκτροπαραγωγής της χώρας καλύπτεται από τα λιγνιτικά αποθέματα που είναι συγκεντρωμένα στην περιοχή Πτολεμαίδας, Κοζάνης και Φλώρινας. Ο λιγνίτης που εξορύχθηκε το 2000 ήταν 64.026 χιλιάδες τόνοι, έναντι 61.828 χιλιάδων τόνων το 1999, 52.083 χιλιάδων το 1991 και 27.30 χιλιάδων το 1981. Τα κυριότερα μεταλλεύματα που παράχθηκαν το 2000 ήταν 2.395 χιλιάδες τόνοι νικέλιο και 1.965 χιλιάδες τόνοι βοξίτη, ενώ από τα επεξεργασμένα μεταλλεύματα παρήχθησαν 31.693 χιλιάδες τόνοι σφαλερίτη και 109.730 χιλιάδες τόνοι καυστικής μαγνησίας. Από τα λατομικά προϊόντα παρήχθησαν 1.357.046 κυβ. μ. κίσηρης, 758.000 τόνοι γυψόλιθου, 712.000 τόνοι κατεργασμένου μπετονίτη, 586.000 τόνοι κοσκινισμένου περλίτη κ.ο.κ. Τέλος, σύμφωνα με στοιχεία του 1998, παρήχθησαν 1.689.356 βαρέλια πετρέλαιο και 224.899 τόνοι αλατιού.
Η παραγωγή των ορυχείων αυξήθηκε συνολικά κατά 12,9% την περίοδο 1993-2001, ενώ οι απασχολούμενοι μειώνονταν διαρκώς (26.269 άτομα το 1985, 21.690 το 1991, 20.790 το 1998 και 18.900 το 2001). Η ακαθάριστη αξία της παραγωγής (σε τρέχουσες τιμές) από 311,7 εκατ. ευρώ έφτασε σε 505,8 εκατ. ευρώ το 1991 και 662,3 εκατ. ευρώ το 2000.
Η παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος, φυσικού αερίου και νερού ήταν αξίας 665.420.000 δραχ. το 2000, με άλλα λόγια το 1,6% του ΑΕΠ, και απασχολούσε 34.400 άτομα. Η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας το 1999 ήταν 44.777 εκατ. Κwh, εκ των οποίων 39.978 εκατ. Κwh ήταν θερμική και 4.799 εκατ. Κwh υδροηλεκτρική. Το 1990 είχε παραχθεί ηλεκτρική ενέργεια 31.281 εκατ. Κwh και το 1995 37.533 εκατ. Κwh. Η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας κατανέμεται ως εξής: 1/3 σε βιομηχανική χρήση, 1/3 σε οικιακή χρήση, περίπου 1/5 σε εμπορική χρήση και το υπόλοιπο καταναλώνεται από δημόσιες και δημοτικές αρχές και για φωτισμό δρόμων. Η επιχείρηση που είχε επί σειρά ετών την αποκλειστικότητα παραγωγής και διάθεσης ηλεκτρικού ρεύματος ήταν η ΔΕΗ. Από τις αρχές του 2001 έχει απελευθερωθεί η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά δύο χρόνια μετά καμιά από τις επιχειρήσεις που διέθεταν άδεια δεν έχει ξεκινήσει την παραγωγή.
Όσον αφορά το αέριο πόλης, κατά το έτος 2000 καταναλώθηκαν 1.581.903 ΤΙΠ (1 ΤΙΠ = τόνος ισοδύναμου πετρελαίου και αντιστοιχεί σε 10 εκατ. Κcal), εκ των οποίων 1.194.317 ήταν ηλεκτροπαραγωγική, 259.283 βιομηχανική, 115.785 χημική κ.λπ.
Αντικείμενο των κατασκευών είναι η οικοδόμηση κτιρίων και η κατασκευή έργων υποδομής από το Δημόσιο και από ιδιώτες. Οι ιδιώτες κατασκευάζουν κυρίως κατοικίες, ξενοδοχεία, εργοστάσια, ενώ το Δημόσιο χρηματοδοτεί την κατασκευή έργων υποδομής (δρόμους, γέφυρες, έργα ύδρευσης και αποχέτευσης) αλλά και σχολείων, νοσοκομείων. Τη δεκαετία του ’70 χτίζονταν κατά μέσο όρο κάθε χρόνο 150.000 κατοικίες, τη δεκαετία του ’80 106.000 κατοικίες, ενώ το 2000 κατασκευάστηκαν περίπου 90.000 νέες κατοικίες. Η επιβράδυνση οφείλεται στο σχετικό κορεσμό και στην οικονομική δυσπραγία των τελευταίων ετών. Οι κατασκευές συμβάλλουν περίπου στο 6,5% του ΑΕΠ και απασχολούσαν 284.700 άτομα το 2001 έναντι 249.000 το 1997. Η αύξηση της απασχόλησης στις κατασκευές τα τελευταία χρόνια σχετίζεται με την κατασκευή μεγάλων έργων όπως το αεροδρόμιο των Σπάτων, το μετρό της Αθήνας, η ζεύξη Ρίου-Αντιρρίου, τα ολυμπιακά έργα, το δίκτυο φυσικού αερίου.
Η τριτογενής παραγωγή
Ο τριτογενής τομέας (υπηρεσίες) συμβάλλει κατά 70% στο ΑΕΠ (στοιχεία 2000). Το προϊόν των υπηρεσιών προέρχεται κατά 20% από το εμπόριο, 11% από μεταφορές-επικοινωνίες, 10% ξενοδοχεία-εστιατόρια, 7% από υγεία κ.ά. Οι απασχολούμενοι στον τριτογενή τομέα αποτελούν περίπου το 61% του συνόλου των απασχολουμένων, δηλαδή περίπου 2.400.000 άτομα. Απ’ αυτούς στο χονδρικό και λιανικό εμπόριο, στην επισκευή οχημάτων και οικιακών συσκευών απασχολούνταν 675.000 άτομα, σε ξενοδοχεία-εστιατόρια 260.000, στη δημόσια διοίκηση και άμυνα 294.000, στην εκπαίδευση 246.000, στις μεταφορές και επικοινωνίες 240.000 κ.ο.κ. (πίνακας 11).
Το εμπόριο
Λέγοντας εμπόριο, εννοούμε την οικονομική δραστηριότητα με την οποία διανέμονται τελικά και ενδιάμεσα αγαθά και η οποία διακρίνεται σε χονδρικό και λιανικό εμπόριο. Το εμπόριο συμβάλλει κατά 18% στο συνολικό ΑΕΠ της χώρας, ποσοστό που υπερβαίνει ακόμη κι αυτό της μεταποίησης, ενώ το 1980 συνέβαλλε κατά 13%. Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΣΥΕ, στο εμπόριο απασχολούνται 675.000 άτομα, δηλαδή το 17% της συνολικής απασχόλησης της χώρας και το 27,7% της απασχόλησης του τριτογενούς τομέα. Η αύξηση των απασχολουμένων είναι πολύ μεγάλη, αφού το 1978 ήταν 185.500 και το 1988 215.500. Το λιανικό εμπόριο απορροφά το 68,4% των απασχολουμένων, το χονδρικό το 17,5% και το εμπόριο, η συντήρηση και η επισκευή οχημάτων το 14,1%. Η απασχόληση γυναικών στο εμπόριο είναι 40% (38% είναι στο σύνολο της οικονομίας), κι απ’ αυτές το 81,3% απασχολείται στο λιανικό εμπόριο. Οι αμοιβές των εργαζομένων στο εμπόριο είναι χαμηλές, ιδιαίτερα στο λιανικό, όπου κυμαίνονται λίγο πάνω από το μισό των αμοιβών στη βιομηχανία και στις τράπεζες. Μεγαλύτερο είναι ακόμη το ποσοστό των μερικώς απασχολουμένων που είναι πάνω από 7% στο εμπόριο και 9,1% στο λιανεμπόριο, ενώ συνολικά στη χώρα είναι 4,5%.
Στο εμπόριο δραστηριοποιείται το 30% του συνολικού αριθμού των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα και ο αριθμός τους είναι γύρω στις 235.000, από τις οποίες τα 5/6 είναι λιανικού εμπορίου και το 1/6 χονδρικού. Κύριο χαρακτηριστικό των επιχειρήσεων αυτών (ιδιαίτερα του λιανικού) είναι το μικρό μέγεθος, ενώ στη νομική τους μορφή είναι κυρίως ατομικές επιχειρήσεις και προσωπικές εταιρείες. Ο μέσος αριθμός απασχολουμένων ήταν 4 άτομα στις επιχειρήσεις χονδρικού εμπορίου και 2 άτομα σ’ αυτές του λιανικού. Τα τελευταία χρόνια έχουμε μεγέθυνση και εξειδίκευση των επιχειρήσεων του χονδρικού εμπορίου, καθώς και αύξηση και επέκταση των σούπερ μάρκετ, παράγοντες που συντελούν στην αργή αλλά υπαρκτή τάση συγκέντρωσης.
Ο τουρισμός
Η Ελλάδα έχει μακρά τουριστική παράδοση γιατί διαθέτει σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα, όπως τα μνημεία και την πολιτιστική κληρονομιά, το κλίμα, τις ακτές και τα νησιά της, που την καθιστούν ελκυστικό τόπο διακοπών. Όμως στην ανάπτυξη του τουρισμού συνετέλεσαν και ορισμένα άλλα γεγονότα, όπως η ίδρυση του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού (ΕΟΤ) το 1950, η κατασκευή από τον ΕΟΤ των ξενοδοχείων «Ξενία» σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας (1950-60) και οι ιδιωτικές επενδύσεις, που ενισχύθηκαν σημαντικά από το κράτος.
Την τελευταία εικοσαετία έχουμε κυριαρχία του μαζικού τουρισμού και των ναυλωμένων αεροπλάνων που φέρνουν φτηνότερο τουρισμό. Ο έλεγχος της διεθνούς τουριστικής ροής από τους tour operators δημιουργεί μια συνεχή πίεση στις τιμές για το μαζικό τουρισμό. Οι υπηρεσίες που παρέχονται στους επισκέπτες συχνά δεν είναι ικανοποιητικές και αυτό οδηγεί σε μεγαλύτερη συμπίεση των τιμών και στη ζήτηση φτηνότερων υπηρεσιών.
Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΣΥΕ (πίνακας 5) αλλά και του ΕΟΤ, οι αφίξεις τουριστών το 2001 ήταν 14.033.378 άτομα έναντι 13.567.453 το 2000 (αύξηση 7,16%) και 9.782.061 το 1996. Από αυτούς σχεδόν το 80% έρχεται αεροπορικώς (60% με αεροπορικές πτήσεις τσάρτερ). Το έτος 2000 το 68% των τουριστών είχε χώρα προέλευσης από την ΕΕ και, πιο συγκεκριμένα, το 20% την Αγγλία, το 17,6% τη Γερμανία, το 6% την Ιταλία, το 4, 8% Ολλανδία, το 4,5% την Αυστρία. Από τις ΗΠΑ προέρχεται το 1,6% των τουριστών.
Το 2001 οι διανυκτερεύσεις αλλοδαπών και ημεδαπών ήταν 61.567.209. Απ’ αυτές 14.983.243 ήταν ημεδαπών και 46.636.293 αλλοδαπών.
Η αύξηση στις διανυκτερεύσεις σε σχέση με το 2000 ήταν μόλις 0,43%. Προκύπτει λοιπόν το συμπέρασμα ότι έρχονται περισσότεροι τουρίστες αλλά κατά μέσο όρο διανυκτερεύουν λιγότερο, κι επίσης ότι οι Έλληνες τουρίστες είναι πολύ σημαντικό μέρος του συνόλου των διανυκτερεύσεων (σχεδόν το 25%).
Τα ξενοδοχεία που διέθετε η χώρα ήταν 8.209 το 2001 με 601.034 διαθέσιμες κλίνες, έναντι 7.594 ξενοδοχείων με 561.068 κλίνες το 1997, 6.423 ξενοδοχείων με 423.660 κλίνες το 1990 και 1.873 ξενοδοχείων το 1961.
Επίσης το 2001 υπήρχαν 351 κάμπινγκ με 30.643 θέσεις κατασκήνωσης και 949 οικίσκους, ικανά να φιλοξενήσουν συνολικά 94.776 άτομα. Υπάρχουν ακόμη γύρω στις 450.000 κλίνες σε ενοικιαζόμενα δωμάτια με άδεια και αρκετές χιλιάδες κλίνες σε ενοικιαζόμενα δωμάτια χωρίς άδεια. Τέλος, στη χώρα λειτουργούν περισσότερα από 4.500 τουριστικά γραφεία, εργάζονται πάνω από 5.000 τουριστικά λεωφορεία και 15.000 σκάφη αναψυχής.
Σημαντική ανάπτυξη έχουν γνωρίσει και οι σπουδές γύρω από την τουριστική δραστηριότητα (επτά τμήματα ΤΕΙ τουριστικών επιχειρήσεων σε διάφορες πόλεις της χώρας και δύο τμήματα ΤΕΙ τουριστικών επαγγελμάτων).
Το ταξιδιωτικό συνάλλαγμα το 2000 ήταν 9.221,1 εκατ. δολάρια και η Ελλάδα ήταν 10η σε σειρά εισπράξεων παγκοσμίως. Ο τουρισμός συμβάλλει περίπου στο 10% στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν της χώρας και απασχολεί άμεσα ή έμμεσα 400.000 άτομα.
Τα κυριότερα προβλήματα του τουρισμού στην Ελλάδα είναι η μεγάλη συγκέντρωση της τουριστικής δραστηριότητας σε ορισμένες περιοχές (με πολλαπλές συνέπειες στο περιβάλλον, στην απασχόληση αλλά και στο ίδιο το τουριστικό προϊόν), η εποχικότητα της δραστηριότητας και η ανεπάρκεια των παρεχόμενων υπηρεσιών.
Η ναυτιλία
Αφορά την οικονομική δραστηριότητα που ασχολείται με τη θαλάσσια μεταφορά προϊόντων και προσώπων με εμπορικά πλοία. Ο ελληνόκτητος εμπορικός στόλος περιλαμβάνει πλοία υπό ελληνική σημαία και πλοία υπό ξένη σημαία. Η επιλογή εθνικής σημαίας γίνεται συχνά από τους πλοιοκτήτες με κριτήριο την ύπαρξη φορολογικών απαλλαγών, τη δυνατότητα απασχόλησης χαμηλόμισθου προσωπικού κ.ά. Γι’ αυτό, χώρες όπως η Λιβερία κι ο Παναμάς βρίσκονται στις υψηλότερες θέσεις της παγκόσμιας κατάταξης. Ο ελληνικός εμπορικός στόλος είναι ο πρώτος στην ΕΕ κι απ’ τους πρώτους στην παγκόσμια κατάταξη (η θέση του αλλάζει ανάλογα με τις αλλαγές σημαιών). Πάντως, τα τελευταία χρόνια κατέχει σχεδόν το 10% του παγκόσμιου στόλου και το 14% της παγκόσμιας χωρητικότητας.
Το 2001 το σύνολο των υπό ελληνική σημαία πλοίων (άνω των 100 ΚΟΧ) ήταν 2.003. Την περίοδο 1991 έως 1995 ο αριθμός τους ήταν γύρω στα 2.100, έναντι 3.896 το 1981 και 2.543 το 1971. Η χωρητικότητά τους ήταν 29.136 χιλιάδες ΚΟΧ το 2001, έναντι 24.090 χιλιάδες ΚΟΧ το 1991, 42.488 χιλιάδες ΚΟΧ το 1981 και 15.441 χιλιάδες ΚΟΧ το 1971. Η χωρητικότητα του 2001 κατανέμεται ως εξής: 42,3% φορτηγά πλοία, 52% δεξαμενόπλοια, 4,5% επιβατηγά, 0,4% ρυμουλκά, αλιευτικά κ.λπ. Το 41,1% των πλοίων είχε χωρητικότητα 100-500 ΚΟΧ και αντιπροσώπευε μόλις το 0,7% της συνολικής χωρητικότητας, ενώ το 17,8% ήταν 30 χιλιάδες ΚΟΧ και άνω, δηλαδή το 74,3% της συνολικής χωρητικότητας. Διακινήθηκαν 83.706 χιλιάδες τόνοι εμπορεύματα το 2000 έναντι 75.981 χιλιάδες τόνων το 1991, 68.528 το 1981 και 27.663 το 1971.
Οι επιβάτες που διακινήθηκαν ήταν 53.698 το 2000, 32.146 το 1991, 24.931 το 1981 και 16.252 το 1971. Το ναυτιλιακό συνάλλαγμα (εμβάσματα ναυτικών προς τις οικογένειές τους, εμβάσματα εφοπλιστών για πληρωμές στην Ελλάδα) ήταν 9.113 εκατ. ευρώ το 2001, ενώ ο λόγος ναυτιλιακό συνάλλαγμα προς εξαγωγές από 28% το 1990 έφτασε σε 38% το 1995, για να εκτιναχθεί στο 76,8% το 2001. Τα πληρώματα των ελληνόκτητων πλοίων ήταν το 2000 συνολικά 29.385 άτομα. Στα υπό ελληνική σημαία εργάζονταν 24.365 (17.202 Έλληνες και 7.163 ξένοι), ενώ στα υπό ξένη σημαία εργάζονταν 5.020 (1.248 Έλληνες και 3.772 ξένοι). Ασφαλώς, πρόκειται για μια οικονομική δραστηριότητα που δημιουργεί έμμεσα κι άλλες θέσεις εργασίας (ναυτιλιακά γραφεία, επισκευές, τροφοδοσία πλοίων), οι οποίες υπολογίζονται άνω των 20.000.
Οι εσωτερικές θαλάσσιες συγκοινωνίες καλύπτονται προς το παρόν (2003) από ελληνικές ακτοπλοϊκές εταιρείες καθώς υπάρχει το προνόμιο της ακτοπλοΐας (καμποτάζ) μέχρι 1ης Ιανουαρίου 2004. Σημαντική είναι η παρουσία της ελληνικής ακτοπλοΐας σε γραμμές σύνδεσης της Ελλάδας με την Ιταλία. Η επικείμενη άρση του καμποτάζ οδήγησε σε κύμα συγχωνεύσεων ελληνικών ναυτιλιακών εταιρειών το διάστημα 1997-2000.
Η υγεία
Η συμβολή των υπηρεσιών της υγείας στο ΑΕΠ είναι γύρω στο 4,5% τα τελευταία χρόνια και ο αριθμός των απασχολουμένων ανέρχεται στις 175.000, δηλαδή στο 4,4% των απασχολουμένων του 2001. Με στοιχεία του 1999 η Ελλάδα διέθετε 339 θεραπευτήρια (17 λιγότερα από το 1996), 51.404 κλίνες έναντι 52.586 το 1996, 22.698 γιατρούς, 2.199 μαίες και 38.952 νοσοκόμους. Η αναλογία κάτοικοι ανά γιατρό είναι 235 και κάτοικοι ανά κλίνη είναι 200. Οι δαπάνες κοινωνικής προστασίας (δαπάνες για συντάξεις, υγειονομική περίθαλψη, πρόνοια) ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν το 25,5% το 1999, ενώ ο μέσος όρος της ΕΕ ήταν 27,6%. Την ίδια χρονιά οι δαπάνες για συντάξεις επί τοις εκατό του ΑΕΠ έφταναν το 12,2%. Οι ασφαλισμένοι, το 2001, ήταν 3.799.000, ενώ οι συνταξιούχοι κύριας ασφάλισης ήταν 2.199.800, συνεπώς η σχέση ασφαλισμένων/συνταξιούχων ήταν 1,7 έναντι 2,3 το 1995 και 1,9 το 1997. Οι εισφορές επί τοις εκατό των δαπανών Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης ήταν 66,6% έναντι 71% το 1995.
Η παιδεία
Η εκπαίδευση διακρίνεται σε τρία επίπεδα: πρωτοβάθμια εκπαίδευση (προσχολική και δημοτική), δευτεροβάθμια εκπαίδευση (γυμνάσια, λύκεια, τεχνικές και επαγγελματικές σχολές) και τριτοβάθμια εκπαίδευση (ΑΕΙ, ΤΕΙ κ.λπ.). Τη σχολική χρονιά 2000/01 λειτουργούσαν στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση 5.675 νηπιαγωγεία με 9.626 νηπιαγωγούς και 144.657 νήπια, και 6.212 δημοτικά σχολεία με 48.852 δασκάλους και 641.368 μαθητές. Στη δευτεροβάθμια λειτουργούσαν 3.217 γυμνάσια και λύκεια με 54.719 καθηγητές και 604.412 μαθητές και 669 σχολικές μονάδες τεχνικής- επαγγελματικής και εκκλησιαστικής εκπαίδευσης, με 15.270 καθηγητές και 157.217 μαθητές. Τέλος, στην τριτοβάθμια λειτουργούσαν 74 σχολές Τεχνολογικής-Επαγγελματικής εκπαίδευσης με 8.902 άτομα διδακτικό προσωπικό και 91.564 σπουδαστές, και 18 ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα με 10.149 μέλη διδακτικού προσωπικού και 148.772 φοιτητές. Όπως φαίνεται στον πίνακα 13, οι σχολικές μονάδες και το διδακτικό προσωπικό αυξάνονταν συνεχώς, αλλά ο μαθητικός πληθυσμός μειωνόταν. Σε όλες τις βαθμίδες υπάρχουν δημόσιες και ιδιωτικές μονάδες, εκτός από την τριτοβάθμια εκπαίδευση, όπου η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων δεν επιτρέπεται από το Σύνταγμα. Το κράτος έχει αναλάβει τη συνταγματική υποχρέωση της παροχής δωρεάν παιδείας σε όλους τους πολίτες. Παρά το γεγονός αυτό, υπάρχει μια σειρά εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων που παρέχονται από τον ιδιωτικό τομέα (φροντιστήρια ξένων γλωσσών, φροντιστήρια μέσης εκπαίδευσης, εκμάθηση Η/Υ κ.ά.). Οι κυριότερες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις της τελευταίας τριακονταετίας είναι του 1976-77 (εννιάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση, τρίχρονο γυμνάσιο και τρίχρονο λύκειο, εθνικές εξετάσεις για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, ίδρυση ΚΑΤΕΕ κ.ά.), ο νόμος του 1982 (αντικατάσταση ΚΑΤΕΕ με ΤΕΙ, αύξηση των εισακτέων και περιφερειακά πανεπιστήμια, νέος τρόπος διοίκησης των εκπαιδευτικών μονάδων) και η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1997 (ενιαίο λύκειο, κατάργηση της επετηρίδας για το διορισμό εκπαιδευτικών, νέα αύξηση εισακτέων). Η συμβολή της παιδείας στο εθνικό προϊόν είναι γύρω στο 4,4% και απασχολεί 264.000 άτομα, δηλαδή το 6,2% των απασχολουμένων της χώρας (πίνακας 11). Οι κρατικές δαπάνες για τη δημόσια εκπαίδευση είναι το 3,5% του ΑΕΠ έναντι 5,2% της ΕΕ.
Η απασχόληση και η ανεργία
Η απογραφή του 2001 έδειξε ότι ο συνολικός πληθυσμός της Ελλάδας ήταν 10.939.771. Το τμήμα του πληθυσμού μεταξύ 15-64 ετών (από το οποίο προέρχεται το εργατικό δυναμικό) από 65% το 1961 έπεσε γύρω στο 63% το 1981, για να αυξηθεί σε 67,36% το 2001 (πίνακας 1). Η αύξηση αυτή προήλθε από την εισροή των μεταναστών, που το μεγαλύτερο μέρος τους ήταν ικανοί για εργασία, αφού ο εγχώριος πληθυσμός συνέχισε να γερνάει (μείωση στις ηλικίες 0-14 κι αύξηση στα 65 και άνω).
Το εργατικό δυναμικό (οικονομικά ενεργός πληθυσμός) μειωνόταν ως ποσοστό του συνολικού πληθυσμού μέχρι την απογραφή του 1981, αλλά στη συνέχεια άρχισε να αυξάνεται. Αυτό οφείλεται στη μετατροπή της χώρας από χώρα εξαγωγής μεταναστών, μέχρι τη διεθνή κρίση του 1973, σε χώρα υποδοχής ξένων εργατών, γεγονός που καταγράφεται στις απογραφές του 1991 και 2001.
Η σύνθεση της απασχόλησης ήταν 627.000 άτομα στον πρωτογενή τομέα (16% του εργατικού δυναμικού), 894.200 άτομα στο δευτερογενή (22,8%), και 2.936.300 (61,1%) στον τριτογενή. Η απασχόληση στον πρωτογενή τομέα μειώνεται διαρκώς, κι αυτό αναμένεται να συνεχιστεί τα επόμενα χρόνια. Στη μεταποίηση η απασχόληση σημειώνει αύξηση που αποτυπώνεται στις απογραφές 1971 και 1981 (οπότε ξεπέρασε σε απασχόληση τον πρωτογενή τομέα), αλλά στη συνέχεια, λόγω της «αποβιομηχάνισης», μειώθηκε, για να φτάσει στο 22,8% το 2001 (πίνακας 2). Η αύξηση της απασχόλησης στον τριτογενή τομέα επηρεαζόταν μεταξύ άλλων από την αύξηση του αριθμού των δημόσιων υπαλλήλων, μέχρι το 1991, ενώ στη συνέχεια οφείλεται στο δυναμισμό του εμπορίου, του τουρισμού και των λοιπών υπηρεσιών.
Τάσεις αύξησης παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια η μερική απασχόληση, που από πολλούς θεωρείται και ως τρόπος καταπολέμησης της ανεργίας, όμως εξακολουθεί να είναι μικρό το ποσοστό του συνόλου της απασχόλησης (4,5% έναντι 17,6% στις χώρες της ΕΕ). Το 2002 οι μερικώς απασχολούμενοι ήταν 178.052, οι 56.488 άντρες και οι 121.564 γυναίκες. Σημαντικό τμήμα των εργαζομένων (11,3%) είναι προσωρινά απασχολούμενοι (συμβάσεις ορισμένου χρόνου, εργασία με καθεστώς ενοικίασης). Το ποσοστό ανεργίας το 2002 ήταν 9,9%. Όπως φαίνεται στον πίνακα 4, μετά το 1993 η ανεργία είναι γύρω στο 10%. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι άνεργοι θεωρούνται εκείνοι οι οποίοι μπορούν και θέλουν να εργαστούν αλλά δεν έχουν εργασία. Οι συγκρίσεις μεταξύ διαφορετικών χωρών είναι συχνά προβληματικές εξαιτίας του διαφορετικού τρόπου καταγραφής των ανέργων, αλλά και λόγω δυσκολίας καταγραφής των ανέργων του αγροτικού τομέα. Το υψηλό ποσοστό ανεργίας είχε αρχικά αποδοθεί στα σταθεροποιητικά προγράμματα, όμως τα τελευταία χρόνια συνυπάρχει με υψηλούς ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ. Η ανεργία παραμένει υψηλή γιατί συνεχίζει να μειώνεται ο αγροτικός πληθυσμός αλλά δεν δημιουργούνται θέσεις εργασίας στη μεταποίηση, αντίθετα χάνονται εξαιτίας της συνεχιζόμενης «αποβιομηχάνισης». Συντελούν επίσης ο περιορισμός των προσλήψεων στο δημόσιο τομέα και οι αδυναμίες του εκπαιδευτικού συστήματος και του συστήματος επαγγελματικής κατάρτισης.
Οι άνεργοι το 2001 ήταν 444.700, εκ των οποίων οι 269.500. (το 60,6%) ήταν γυναίκες, ενώ το 51% είναι κάτω των 30 ετών. Το ποσοστό ανεργίας στις γυναίκες κυμαίνεται στο 15%. Τα 3/5 των ανέργων σήμερα είναι μακροχρόνια άνεργοι.
Η Ελλάδα είχε αρχίσει να γίνεται χώρα υποδοχής μεταναστών από το 1974 (από χώρες της Μέσης και Άπω Ανατολής), αλλά η μαζική εισροή συντελέστηκε μετά το 1990, όταν κατέρρευσαν τα καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης. Με την απογραφή του 2001 διαπιστώθηκε η ύπαρξη 797.000 αλλοδαπών στη χώρα, εκ των οποίων το 83% ήταν ηλικίας 20-44 ετών. Οι αλλοδαποί εργάτες υπολογίζονται γύρω στο 12% του εργατικού δυναμικού και συνεισφέρουν το 2,5% του ΑΕΠ. Οι κυριότερες εργασίες που κάνουν είναι εργάτες γης, οικιακό προσωπικό, στην καθαριότητα, στις κατασκευές και στον επισιτισμό και έχουν συμβάλει σημαντικά στην ανάπτυξη των αγροτικών εκμεταλλεύσεων και στη δημογραφική και κοινωνική στήριξη της υπαίθρου.
Εξωτερικές οικονομικές σχέσεις
Το ισοζύγιο πληρωμών μιας χώρας αντανακλά τη θέση της στο διεθνή καταμερισμό εργασίας και το πόσο εξωστρεφής είναι. Αποτελείται από το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και από το ισοζύγιο χρηματοοικονομικών συναλλαγών. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών περιλαμβάνει το εμπορικό ισοζύγιο (εξαγωγές εμπορευμάτων μείον εισαγωγές εμπορευμάτων) και το ισοζύγιο άδηλων συναλλαγών που αφορά τα μη εμπορευματικά στοιχεία (εξαγωγές-εισαγωγές υπηρεσιών και μονομερείς μεταβιβάσεις). Η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από μια χρόνια ελλειμματικότητα του εμπορικού ισοζυγίου και από πλεονασματικότητα του ισοζυγίου άδηλων συναλλαγών. Όμως οι άδηλοι πόροι προς το εμπορικό έλλειμμα ήταν 74% το 1971, 64% το 1981, 73% το 1997 και γύρω στο 62% τα έτη 2000 και 2001. Συνεπώς, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι ελλειμματικό και από 1,7% του ΑΕΠ το 1991 έφτασε σε 3,7% το 1996 και 6,2% το 2001 (πίνακας 6).
Οι εξαγωγές ως προς τις εισαγωγές ήταν 36% το 2001 έναντι 38% το 2000, 37% το 1999, αλλά λίγο παραπάνω από 34% που ήταν το 1980 και το 1985. Οι εξαγωγές των εμπορευμάτων (στοιχεία 2000) κατευθύνθηκαν κατά 45% σε χώρες της ΕΕ, με κυριότερες εξαγωγικές αγορές τη Γερμανία (12,6%), Ιταλία (9,4%), Ηνωμένο Βασίλειο (6,3%), ΗΠΑ, Γαλλία, Βουλγαρία κ.ά.
Οι εισαγωγές το ίδιο έτος προήλθαν κατά ποσοστό 60% από χώρες της ΕΕ, με μεγαλύτερους προμηθευτές την Ιταλία (13,8%), τη Γερμανία (13,7%), τη Γαλλία (7,7%), την Ολλανδία την Ιαπωνία κ.ά. Το μεγαλύτερο μέρος τόσο των εισαγωγών (59,4%) όσο και των εξαγωγών (47,8%) της χώρας αφορά βιομηχανικά προϊόντα και εξοπλισμό. Τα κυριότερα βιομηχανικά προϊόντα που εξάγονται είναι προϊόντα πετρελαίου, τσιμέντο, υποδήματα και προϊόντα καπνού. Τα κυριότερα αγροτικά προϊόντα που εξάγονται είναι εσπεριδοειδή, βαμβάκι, ελαιόλαδο και νωπά ροδάκινα.
Στο ισοζύγιο χρηματοοικονομικών συναλλαγών περιλαμβάνεται η κίνηση κεφαλαίων και ο εξωτερικός δανεισμός της χώρας. Το 2001 είχε πλεόνασμα 6.935.000.000 ευρώ, το 2000 είχε 8.906.000.000 ευρώ και το 1999 4.747.000.000 ευρώ.
Μετά το 1989-90, οι ελληνικές επιχειρήσεις αξιοποίησαν το πλεονέκτημα της γεωγραφικής θέσης και σήμερα κατέχουν δεσπόζουσα θέση στις οικονομίες των ανατολικών χωρών και ιδιαίτερα των Βαλκανίων. Σ’ αυτό συντέλεσαν και μια σειρά συμφωνίες για διακρατικές συνεργασίες και παροχή διευκολύνσεων στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σ’ αυτές τις χώρες. Ακόμη, θετικό ρόλο έπαιξαν και οι ελληνικοί πληθυσμοί που υπάρχουν στις χώρες αυτές και αναπτύσσουν με την Ελλάδα οικονομικές αλλά και πολιτιστικές, επιστημονικές, εκκλησιαστικές και άλλες σχέσεις. Παρά τις αδυναμίες σε υποδομές και θεσμούς και παρά τη μεγάλη αβεβαιότητα σε ορισμένες απ’ αυτές (π.χ., πυραμίδες στην Αλβανία, πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία), οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν αναπτύξει σοβαρή επενδυτική δράση στα Βαλκάνια, με κίνητρο το χαμηλό εργασιακό κόστος και τις παροχές στις ξένες επενδύσεις. Το σύνολο των επενδυμένων κεφαλαίων υπολογίζονταν το 2001 περίπου σε 4 δις δολάρια, ενώ δραστηριοποιούνταν 3.500 επιχειρήσεις, το 75% των οποίων προέρχονταν από τη Βόρεια Ελλάδα. Στη Βουλγαρία και στην ΠΓΔΜ, η Ελλάδα κατέχει την πρώτη θέση με βάση τα επενδυμένα κεφάλαια, ενώ κατέχει τη δεύτερη στην Αλβανία και την πέμπτη στη Ρουμανία. Υπολογίζεται ότι έχουν επενδυθεί 1,2 δις δολάρια στην πρώην Γιουγκοσλαβία, 850 εκατ. δολάρια στη Βουλγαρία, 500 εκατ. δολάρια στη Ρουμανία, 370 εκατ. δολάρια στην ΠΓΔΜ, 300 εκατ. δολάρια στην Αλβανία και μικρότερα ποσά σε Αρμενία, Αζερμπαϊτζάν, Σλοβενία, Κροατία, Γεωργία κ.α. Οι τομείς δράσης αφορούν κυρίως τηλεπικοινωνίες, τράπεζες, τρόφιμα και ποτά. Οι εξαγωγές, την περίοδο 1989-2000 οκταπλασιάστηκαν κι οι εισαγωγές τριπλασιάστηκαν.
Ο δημόσιος τομέας
Ο δημόσιος τομέας αυξήθηκε σημαντικά τη μεταπολεμική περίοδο τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς. Η μεταπολεμική ανάπτυξη κι η αντιμετώπιση των συνεπειών της ύφεσης του 1973 στηρίχτηκαν σε μεγάλο βαθμό στην κρατική παρέμβαση. Ο λόγος Δαπάνες της Γενικής Κυβέρνησης προς ΑΕΠ, που αποτελεί ικανοποιητικό δείκτη του μεγέθους του δημόσιου τομέα, ήταν 47,8% έναντι 46,9% του μέσου όρου της ΕΕ. Φαίνεται λοιπόν ότι δεν ισχύει ο ισχυρισμός πως είναι ελληνική ιδιομορφία το «πολύ» κράτος, ούτε ισχύει ότι τη δεκαετία του ’90 υπήρξε θεαματική μείωση του δημόσιου τομέα, αφού ο δείκτης που προαναφέραμε από 49% το 1993 έγινε 47,8% το 2001. Το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών του προϋπολογισμού προορίζονται για αποπληρωμή δανείων, άμυνα, διοίκηση και μεταβιβαστικές πληρωμές (π.χ., συντάξεις) και μόνο μικρό ποσοστό (2-3%) απορροφούν η εκπαίδευση και η υγεία. Τα έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού προέρχονται κυρίως από φόρους (το 86%). Η φορολογία έφτασε στο 36,8% του ΑΕΠ το 2001. Οι φόροι αυτοί κατά 70% είναι έμμεσοι φόροι, 25% είναι φόροι εισοδήματος, ενώ οι φόροι περιουσίας αποφέρουν το 2% των συνολικών φόρων. Απ’ τους έμμεσους, ο σημαντικότερος είναι ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας, που αντιπροσωπεύει το 50% των έμμεσων φόρων, και από τους άμεσους είναι ο Φόρος Εισοδήματος Φυσικών Προσώπων, που αποφέρει το 50% των άμεσων φόρων. Μεγάλη συνεισφορά στα φορολογικά έσοδα έχουν και οι ειδικοί φόροι καπνού, ποτών και υγρών καυσίμων. Αυτό που χαρακτηρίζει το φορολογικό σύστημα της Ελλάδας είναι η πολυπλοκότητα και το μεγάλο πλήθος των φόρων, που συνεπάγονται υψηλό κόστος βεβαίωσης και είσπραξης. Άλλο χαρακτηριστικό είναι η έλλειψη προοδευτικότητας, που καταλήγει σε άνιση κατανομή των φορολογικών βαρών, μιας και το μεγαλύτερο μερίδιο των φόρων το καταβάλλουν οι μισθωτοί, που αποτελούν ίσως τη λιγότερο εύπορη ομάδα του πληθυσμού.
Το 2002 ο Γενικός Κρατικός Προϋπολογισμός (Τακτικός + Προϋπολογισμός Δημοσίων Επενδύσεων) περιείχε έσοδα 41.538 εκατ. ευρώ και δαπάνες 45.585 εκατ. ευρώ, δηλαδή το έλλειμμα ήταν 4.047 εκατ. ευρώ. Το έλλειμμα αυτό ήταν 3,5% του ΑΕΠ, αρκετά μικρότερο από το 10%, ποσοστό στο οποίο κυμαινόταν έως τα μέσα της δεκαετίας του ’90.
Η παραοικονομία
Με τον όρο παραοικονομία εννοούμε τόσο τις παράνομες δραστηριότητες (ναρκωτικά, πορνεία, λαθρεμπόριο όπλων, καυσίμων) όσο και νόμιμες που αποκρύπτονται για να αποφευχθεί η φορολόγηση. Η παραοικονομία δεν είναι δυνατόν να μετρηθεί, όμως μελέτες που είχαν γίνει στη χώρα μας την υπολόγιζαν μεταξύ 25 και 30%. Δραστηριότητες που έχουν μεγάλα ποσοστά παραοικονομίας είναι οι κατασκευές-κατοικίες, η παροχή υπηρεσιών και άλλες. Σπουδαιότερες συνέπειές της είναι ότι δείχνει επίπεδο διαβίωσης χαμηλότερο από το πραγματικό, στρεβλώνει τη διανομή του εισοδήματος, αποδυναμώνει την αποτελεσματικότητα της οικονομικής πολιτικής, δημιουργεί αθέμιτο ανταγωνισμό για τις νόμιμες επιχειρήσεις και, το κυριότερο, στερεί από το κράτος σημαντικά ποσά από την απώλεια φόρων.
Οι τράπεζες
Στη χώρα λειτουργούν 24 ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα, 20 ξένα (13 από χώρες της ΕΕ και 7 εκτός ΕΕ), η Τράπεζα της Ελλάδας (με 28 καταστήματα σε διάφορες πόλεις της χώρας) και συνεταιριστικές τράπεζες σε διάφορες πόλεις με 67 καταστήματα. Το σύνολο των καταθέσεων σε τράπεζες που δραστηριοποιούνται στη χώρα ανρρχόνταν το 2001 σε 101,8 δις ευρώ, ενώ το σύνολο των χορηγήσεων ήταν 74 δις ευρώ. Οι ελληνικές τράπεζες κατέχουν το 89,26% των καταθέσεων έναντι 10,74% των ξένων, το 87,4% των χορηγήσεων έναντι 12,6% των ξένων και το 88,74% του ενεργητικού έναντι 11,26% των ξένων.
Οι πέντε μεγαλύτερες ελληνικές τράπεζες (Εθνική, Alpha, Eurobank, Εμπορική, Αγροτική) κατείχαν το 77% του ενεργητικού, του 75% των χορηγήσεων και το 78% των καταθέσεων. Οι ελληνικές τράπεζες δραστηριοποιούνται με 48 υποκαταστήματα σε 14 ξένες χώρες, ενώ ορισμένες από αυτές ελέγχουν τράπεζες σε άλλες χώρες με σημαντικό αριθμό καταστημάτων.
Από τα δάνεια τα 71,5 δις αφορούσαν τον ιδιωτικό τομέα και τα 2,5 δις ευρώ δημόσιες επιχειρήσεις. Τα 71,5 δις κατανέμονται ως εξής: 15,5% εμπόριο, 15,65% οικισμός, 12,6% βιομηχανία, 4,1% ναυτιλία, 3,7% γεωργία, 7,85% καταναλωτική πίστη κ.λπ. Τα τελευταία χρόνια η χρηματοδότηση της βιομηχανίας και της γεωργίας αυξανόταν με αργούς ρυθμούς, σε αντίθεση με την καταναλωτική πίστη και τον οικισμό, που τα έτη 2000 και 2001 αυξάνονταν με ρυθμό γύρω στο 40%.
Σημαντική πηγή άντλησης κεφαλαίων για αρκετές επιχειρήσεις υπήρξε τα τελευταία χρόνια το Χρηματιστήριο. Τα αντληθέντα κεφάλαια από 87 δις δρχ. το 1995 αυξήθηκαν σε 530 δις δρχ. το 1997 και έφτασαν σε 4.665 δις δρχ. το 2000. Η μέση μηνιαία αξία των συναλλαγών αυξήθηκε κατά 2.818% μεταξύ 1996-98 και μειώθηκε κατά 75% μεταξύ 1998-2000.
Η κεφαλαιοποίηση του Χρηματιστηρίου ως ποσοστό επί τοις εκατό του ΑΕΠ από 14,2% το 1995 έγινε 176,5% το 1999, για να κατέβει σε 74,5% το 2001.
Εισόδημα και κατανάλωση
Το θέμα της διανομής του εισοδήματος είναι πάντα από τα πιο βασικά της οικονομικής επιστήμης αλλά και ολόκληρης της κοινωνίας. Ένα από τα σημεία συμφωνίας μεταξύ των οικονομολόγων είναι το γεγονός ότι η διανομή ήταν και παραμένει ιδιαίτερα άνιση. Ήδη έχουμε αναφέρει ότι το 21% των κατοίκων της χώρας ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, δηλαδή περισσότεροι από δύο εκατομμύρια άνθρωποι. Την περίοδο 1982-99 το ποσοστό των φτωχών νοικοκυριών κυμαίνονταν από 17% έως 19%, συνεπώς αυξήθηκε τα τελευταία χρόνια.
Το φτωχότερο 10% του πληθυσμού κατέχει το 3% του συνολικού εισοδήματος ενώ, αντίθετα, το πλουσιότερο 10% του πληθυσμού συγκεντρώνει το 25% του συνολικού εισοδήματος (σύμφωνα με στοιχεία ερευνών οικογενειακών προϋπολογισμών της ΕΣΥΕ 1998/1999). Το μεγαλύτερο μέρος των φτωχών είναι ηλικιωμένοι, συνταξιούχοι και προερχόμενοι από τον πρωτογενή τομέα.
Με στοιχεία του ίδιου έτους (1999), ένα μέσο ελληνικό νοικοκυριό δαπανά το 17,4% του εισοδήματός του σε είδη διατροφής, το 12,2% σε μεταφορές, το 10,1% σε στέγαση, ύδρευση, καύσιμα και φωτισμό, το 9,4% σε εστιατόρια, ξενοδοχεία, καφενεία, το 9,3% σε ένδυση και υπόδηση, το 8,1% σε διαρκή αγαθά, το 6,8% σε δαπάνες υγείας, το 4,9% σε αναψυχή και πολιτισμό.
Η κυριότερη κατηγορία δαπανών (είδη διατροφής) ακολουθεί φθίνουσα πορεία αφού το 1974 αντιπροσώπευε το 34% και το 1988 το 24% της συνολικής δαπάνης. Μια εικόνα για τον τρόπο διατροφής των Ελλήνων προκύπτει από την κατανομή της δαπάνης σε είδη διατροφής: κρέας 22,8%, γαλακτοκομικά προϊόντα 18,15%, αλεύρι-ψωμί- δημητριακά 13,1%, λαχανικά 12,2%, φρούτα 8,1%, ψάρια 7,7%. Πολύ χαμηλό είναι το ποσοστό των δαπανών για αναψυχή και πολιτισμό (4,9%), μικρότερο και απ’ το 1974, που ήταν 5,5%.
1
Η βιομηχανία μαζί με τη βιοτεχνία και τη μεταποίηση περιλαμβάνονται στη δευτερογενή παραγωγή (φωτ. Lavipharm).
Το Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (φωτ. ΑΠΕ).
Η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας (φωτ. Όθωνα Τσουνάκου).
Dictionary of Greek. 2013.